Αγιοβασίλης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Proper noun
[edit]Αγιοβασίλης • (Agiovasílis) m
- Alternative form of Άγιος Βασίλης (Ágios Vasílis)
Declension
[edit]Declension of Αγιοβασίλης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Αγιοβασίλης • | Αγιοβασίληδες • |
genitive | Αγιοβασίλη • | Αγιοβασίληδων • |
accusative | Αγιοβασίλη • | Αγιοβασίληδες • |
vocative | Αγιοβασίλη • | Αγιοβασίληδες • |