Jump to content

αρματωσιά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρματωσιά (armatosián (plural αρματωσιές)

  1. (military) armour (UK), armor (US)
  2. (naval) rigging, gear

Declension

[edit]
Declension of αρματωσιά
singular plural
nominative αρματωσιά (armatosiá) αρματωσιές (armatosiés)
genitive αρματωσιάς (armatosiás) αρματωσιών (armatosión)
accusative αρματωσιά (armatosiá) αρματωσιές (armatosiés)
vocative αρματωσιά (armatosiá) αρματωσιές (armatosiés)
[edit]
  • see: άρμα n (árma, chariot, armour, tank)

Further reading

[edit]