Jump to content

κουραστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Stem κουράσ- (kourás-, from verb κουράζω (kourázo)) +‎ -τικός (-tikós)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kurastiˈkos/
  • Hyphenation: κου‧ρα‧στι‧κός

Adjective

[edit]

κουραστικός (kourastikósm (feminine κουραστική, neuter κουραστικό)

  1. tiring
  2. trying
  3. heavy going

Declension

[edit]
Declension of κουραστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κουραστικός (kourastikós) κουραστική (kourastikí) κουραστικό (kourastikó) κουραστικοί (kourastikoí) κουραστικές (kourastikés) κουραστικά (kourastiká)
genitive κουραστικού (kourastikoú) κουραστικής (kourastikís) κουραστικού (kourastikoú) κουραστικών (kourastikón) κουραστικών (kourastikón) κουραστικών (kourastikón)
accusative κουραστικό (kourastikó) κουραστική (kourastikí) κουραστικό (kourastikó) κουραστικούς (kourastikoús) κουραστικές (kourastikés) κουραστικά (kourastiká)
vocative κουραστικέ (kourastiké) κουραστική (kourastikí) κουραστικό (kourastikó) κουραστικοί (kourastikoí) κουραστικές (kourastikés) κουραστικά (kourastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κουραστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κουραστικός, etc.)

Synonyms

[edit]

Synonyms

[edit]
[edit]

References

[edit]