κοπιαστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Byzantine Greek κοπιαστικός (kopiastikós). By surface analysis, κοπιασ- (stem of κοπιάζω (kopiázo)) + -τικός (-tikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]κοπιαστικός • (kopiastikós) m (feminine κοπιαστική, neuter κοπιαστικό)
- arduous, laborious, strenuous, toilsome (requiring great effort, hard work)
- Synonyms: επίπονος (epíponos), κουραστικός (kourastikós), (rare) επίμοχθος (epímochthos)
Declension
[edit]Declension of κοπιαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοπιαστικός • | κοπιαστική • | κοπιαστικό • | κοπιαστικοί • | κοπιαστικές • | κοπιαστικά • |
genitive | κοπιαστικού • | κοπιαστικής • | κοπιαστικού • | κοπιαστικών • | κοπιαστικών • | κοπιαστικών • |
accusative | κοπιαστικό • | κοπιαστική • | κοπιαστικό • | κοπιαστικούς • | κοπιαστικές • | κοπιαστικά • |
vocative | κοπιαστικέ • | κοπιαστική • | κοπιαστικό • | κοπιαστικοί • | κοπιαστικές • | κοπιαστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοπιαστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοπιαστικός, etc.) |
Derived terms
[edit]- κοπιαστικά (kopiastiká, adverb)
References
[edit]- ^ κοπιαστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language