επίπονος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἐπίπονος (epíponos).[1] By surface analysis, επί- (epí-) + πόνος (pónos).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]επίπονος • (epíponos) m (feminine επίπονη, neuter επίπονο)
- arduous, laborious, strenuous, toilsome (requiring great effort, hard work)
- painstaking (of work: requiring careful and effortful attention to detail)
Declension
[edit]Declension of επίπονος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επίπονος • | επίπονη • | επίπονο • | επίπονοι • | επίπονες • | επίπονα • |
genitive | επίπονου • | επίπονης • | επίπονου • | επίπονων • | επίπονων • | επίπονων • |
accusative | επίπονο • | επίπονη • | επίπονο • | επίπονους • | επίπονες • | επίπονα • |
vocative | επίπονε • | επίπονη • | επίπονο • | επίπονοι • | επίπονες • | επίπονα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επίπονος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επίπονος, etc.) |
Synonyms
[edit]- κοπιαστικός (kopiastikós)
- επίμοχθος (epímochthos) (rare)
References
[edit]- ^ επίπονος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language