τρομαγμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Passive perfect participle of τρομάζω (tromázo), a verb without passive forms. The ancient mediopassive participle of verb τρομέω (troméō, “tremble”) was τρομευμένος (tromeuménos).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]τρομαγμένος • (tromagménos) m (feminine τρομαγμένη, neuter τρομαγμένο)
- passive perfect participle of τρομάζω (tromázo): frightened, scared, spooked
- Ξύπνησε τρομαγμένη από εφιάλτη.
- Xýpnise tromagméni apó efiálti.
- She woke up frightened from a nightmare.
Declension
[edit]Declension of τρομαγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τρομαγμένος • | τρομαγμένη • | τρομαγμένο • | τρομαγμένοι • | τρομαγμένες • | τρομαγμένα • |
genitive | τρομαγμένου • | τρομαγμένης • | τρομαγμένου • | τρομαγμένων • | τρομαγμένων • | τρομαγμένων • |
accusative | τρομαγμένο • | τρομαγμένη • | τρομαγμένο • | τρομαγμένους • | τρομαγμένες • | τρομαγμένα • |
vocative | τρομαγμένε • | τρομαγμένη • | τρομαγμένο • | τρομαγμένοι • | τρομαγμένες • | τρομαγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τρομαγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τρομαγμένος, etc.) |
Synonyms
[edit]- (frightened, scared):
- φοβισμένος (fovisménos)
- έντρομος (éntromos, “full of fear”)
- also see τρομοκρατημένος (tromokratiménos, “terrorised”)
Related terms
[edit]- see: τρόμος m (trómos, “fear, terror”)