Jump to content

τρομαγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Passive perfect participle of τρομάζω (tromázo), a verb without passive forms. The ancient mediopassive participle of verb τρομέω (troméō, tremble) was τρομευμένος (tromeuménos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /tɾo.maɣˈme.nos/
  • Hyphenation: τρο‧μαγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

τρομαγμένος (tromagménosm (feminine τρομαγμένη, neuter τρομαγμένο)

  1. passive perfect participle of τρομάζω (tromázo): frightened, scared, spooked
    Ξύπνησε τρομαγμένη από εφιάλτη.
    Xýpnise tromagméni apó efiálti.
    She woke up frightened from a nightmare.

Declension

[edit]
Declension of τρομαγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τρομαγμένος (tromagménos) τρομαγμένη (tromagméni) τρομαγμένο (tromagméno) τρομαγμένοι (tromagménoi) τρομαγμένες (tromagménes) τρομαγμένα (tromagména)
genitive τρομαγμένου (tromagménou) τρομαγμένης (tromagménis) τρομαγμένου (tromagménou) τρομαγμένων (tromagménon) τρομαγμένων (tromagménon) τρομαγμένων (tromagménon)
accusative τρομαγμένο (tromagméno) τρομαγμένη (tromagméni) τρομαγμένο (tromagméno) τρομαγμένους (tromagménous) τρομαγμένες (tromagménes) τρομαγμένα (tromagména)
vocative τρομαγμένε (tromagméne) τρομαγμένη (tromagméni) τρομαγμένο (tromagméno) τρομαγμένοι (tromagménoi) τρομαγμένες (tromagménes) τρομαγμένα (tromagména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τρομαγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τρομαγμένος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]