μισημένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of μισιέμαι (misiémai) and of μισούμαι (misoúmai), passive voice forms of μισώ (I hate).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mi.siˈme.nos/
  • Hyphenation: μι‧ση‧μέ‧νος

Participle

[edit]

μισημένος (misiménosm (feminine μισημένη, neuter μισημένο)

  1. who is hated

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μισημένος (misiménos) μισημένη (misiméni) μισημένο (misiméno) μισημένοι (misiménoi) μισημένες (misiménes) μισημένα (misiména)
genitive μισημένου (misiménou) μισημένης (misiménis) μισημένου (misiménou) μισημένων (misiménon) μισημένων (misiménon) μισημένων (misiménon)
accusative μισημένο (misiméno) μισημένη (misiméni) μισημένο (misiméno) μισημένους (misiménous) μισημένες (misiménes) μισημένα (misiména)
vocative μισημένε (misiméne) μισημένη (misiméni) μισημένο (misiméno) μισημένοι (misiménoi) μισημένες (misiménes) μισημένα (misiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μισημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μισημένος, etc.)

Synonyms

[edit]