καταπληκτικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek καταπληκτικός (kataplēktikós);[1] by surface analysis, κατάπληκτος (katápliktos) + -ικος (-ikos).
Adjective
[edit]καταπληκτικός • (katapliktikós) m (feminine καταπληκτική, neuter καταπληκτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καταπληκτικός (katapliktikós) | καταπληκτική (katapliktikí) | καταπληκτικό (katapliktikó) | καταπληκτικοί (katapliktikoí) | καταπληκτικές (katapliktikés) | καταπληκτικά (katapliktiká) | |
genitive | καταπληκτικού (katapliktikoú) | καταπληκτικής (katapliktikís) | καταπληκτικού (katapliktikoú) | καταπληκτικών (katapliktikón) | καταπληκτικών (katapliktikón) | καταπληκτικών (katapliktikón) | |
accusative | καταπληκτικό (katapliktikó) | καταπληκτική (katapliktikí) | καταπληκτικό (katapliktikó) | καταπληκτικούς (katapliktikoús) | καταπληκτικές (katapliktikés) | καταπληκτικά (katapliktiká) | |
vocative | καταπληκτικέ (katapliktiké) | καταπληκτική (katapliktikí) | καταπληκτικό (katapliktikó) | καταπληκτικοί (katapliktikoí) | καταπληκτικές (katapliktikés) | καταπληκτικά (katapliktiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταπληκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταπληκτικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καταπληκτικότερος", etc)
|
Related terms
[edit]- καταπληκτικά (katapliktiká, “fantastic”)
- κατάπληκτος (katápliktos, “astonished, amazed”)
- κατάπληξη f (katáplixi, “astonishment, amazement”)
- καταπληξία f (kataplixía, “shock, cataplexy”)
- καταπλήσσω (kataplísso, “to shock, to astonish”)
References
[edit]- ^ καταπληκτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language