συνδιασκέπτομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek συνδιασκέπτομαι (sundiasképtomai, “look through; examine along with”). Morphologically, from συν- (“co-, plus”) + δια- (“through”) + σκέπτομαι (“think”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]συνδιασκέπτομαι • (syndiasképtomai) deponent (past συνδιασκέφθηκα)
- to be in conference along with others
- Synonyms: συσκέπτομαι (sysképtomai), διασκέπτομαι (diasképtomai)
Conjugation
[edit]συνδιασκέπτομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | συνδιασκέπτομαι | διασκεφθώ |
2 sg | συνδιασκέπτεσαι | διασκεφθείς |
3 sg | συνδιασκέπτεται | διασκεφθεί |
1 pl | συνδιασκεπτόμαστε | διασκεφθούμε |
2 pl | συνδιασκέπτεστε, {συνδιασκέπτεσθε} | διασκεφθείτε |
3 pl | συνδιασκέπτονται | συνδιασκεφθούν[ε] |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | συνδιασκεπτόμουν | συνδιασκέφθηκα |
2 sg | συνδιασκεπτόσουν | συνδιασκέφθηκες |
3 sg | συνδιασκεπτόταν | συνδιασκέφθηκε |
1 pl | συνδιασκεπτόμασταν, (‑όμαστε) | διασκεφθήκαμε |
2 pl | συνδιασκεπτόσασταν, (‑όσαστε) | διασκεφθήκατε |
3 pl | συνδιασκέπτονταν | συνδιασκέφθηκαν |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα συνδιασκέπτομαι ➤ | θα διασκεφθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συνδιασκέπτεσαι, … | θα διασκεφθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διασκεφθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διασκεφθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διασκεφθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | [συνδιασκέψου] |
2 pl | συνδιασκέπτεστε, {συνδιασκέπτεσθε} | διασκεφθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | — | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | διασκεφθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
[edit]- διάσκεψη f (diáskepsi, “conference”)
- συσκέπτομαι (sysképtomai, “I am in conference”)
- διασκέπτομαι (diasképtomai, “I take part in a conference”)
- συνδιάσκεψη f (syndiáskepsi, “conference”)
- τηλεδιάσκεψη f (tilediáskepsi, “teleconference”)
- and see: σκέπτομαι (sképtomai, “think”)