προσαρμογή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek προσαρμογή (prosarmogḗ, “matching”), with semantic loan from French adaptation.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]προσαρμογή • (prosarmogí) f (plural προσαρμογές)
Declension
[edit]Declension of προσαρμογή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσαρμογή • | προσαρμογές • |
genitive | προσαρμογής • | προσαρμογών • |
accusative | προσαρμογή • | προσαρμογές • |
vocative | προσαρμογή • | προσαρμογές • |
Related terms
[edit]- see: προσαρμόζω (prosarmózo)
References
[edit]- ^ προσαρμογή, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language