From Wiktionary, the free dictionary
παρακαλάω ( parakaláo ) ( colloquial or for emphasis )
Inherited from Koine Greek παρακαλῶ ( parakalô , “ beseech, entreat ” ) , ancient sense: "invite", contracted form of Ancient Greek παρακαλέω ( parakaléō ) . By surface analysis , παρα- ( para- ) + καλώ ( kaló , “ call ” ) .
IPA (key ) : /parakaˈlo/
Hyphenation: πα‧ρα‧κα‧λώ
Interrogative sense :
παρακαλώ • (parakaló )
please
Φέρε μου, σε παρακαλώ , έναν καφέ. Fére mou, se parakaló , énan kafé. Bring me some coffee, please .
you're welcome , it's nothing ( response to being thanked )
( interrogative )
can I help you ?
( on answering the telephone, or not understanding ) hello ? excuse me?
παρακαλάω / παρακαλώ , -άς, -άει... • (parakaláo / parakaló , -ás, -áei... ) (imperfect παρακαλούσα /παρακάλαγα , past παρακάλεσα , passive παρακαλιέμαι , p‑past παρακαλέστηκα )
( not formal ) request , beg , plead
Not formal:
παρακαλάω / παρακαλώ, παρακαλιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παρακαλάω , παρακαλώ
παρακαλέσω
παρακαλιέμαι
παρακαλεστώ
2 sg
παρακαλάς
παρακαλέσεις
παρακαλιέσαι
παρακαλεστείς
3 sg
παρακαλάει , παρακαλά
παρακαλέσει
παρακαλιέται
παρακαλεστεί
1 pl
παρακαλάμε , παρακαλούμε
παρακαλέσουμε , [‑ομε ]
παρακαλιόμαστε
παρακαλεστούμε
2 pl
παρακαλάτε
παρακαλέσετε
παρακαλιέστε , (‑ιόσαστε )
παρακαλεστείτε
3 pl
παρακαλάνε , παρακαλάν , παρακαλούν (ε )
παρακαλέσουν (ε )
παρακαλιούνται , (‑ιόνται )
παρακαλεστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παρακαλούσα , παρακάλαγα
παρακάλεσα
παρακαλιόμουν (α )
παρακαλέστηκα
2 sg
παρακαλούσες , παρακάλαγες
παρακάλεσες
παρακαλιόσουν (α )
παρακαλέστηκες
3 sg
παρακαλούσε , παρακάλαγε
παρακάλεσε
παρακαλιόταν (ε )
παρακαλέστηκε
1 pl
παρακαλούσαμε , παρακαλάγαμε
παρακαλέσαμε
παρακαλιόμασταν , (‑ιόμαστε )
παρακαλεστήκαμε
2 pl
παρακαλούσατε , παρακαλάγατε
παρακαλέσατε
παρακαλιόσασταν , (‑ιόσαστε )
παρακαλεστήκατε
3 pl
παρακαλούσαν (ε ), παρακάλαγαν , (παρακαλάγανε )
παρακάλεσαν , παρακαλέσαν (ε )
παρακαλιόνταν (ε ), παρακαλιόντουσαν , παρακαλιούνταν
παρακαλέστηκαν , παρακαλεστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παρακαλάω , θα παρακαλώ ➤
θα παρακαλέσω ➤
θα παρακαλιέμαι ➤
θα παρακαλεστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παρακαλάς , …
θα παρακαλέσεις , …
θα παρακαλιέσαι , …
θα παρακαλεστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παρακαλέσει
έχω, έχεις, … παρακαλεστεί είμαι , είσαι , … παρακαλεσμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παρακαλέσει
είχα, είχες, … παρακαλεστεί ήμουν , ήσουν , … παρακαλεσμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … παρακαλέσει
θα έχω, θα έχεις, … παρακαλεστεί θα είμαι, θα είσαι, … παρακαλεσμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
παρακάλα , παρακάλαγε
παρακάλεσε , παρακάλα
—
παρακαλέσου
2 pl
παρακαλάτε
παρακαλέστε
παρακαλιέστε
παρακαλεστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παρακαλώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας παρακαλέσει ➤
παρακαλεσμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
παρακαλέσει
παρακαλεστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
Formal:
παρακαλώ , παρακαλούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
παρακαλώ
παρακαλέσω
παρακαλούμαι
παρακαλεστώ , παρακληθώ
2 sg
παρακαλείς
παρακαλέσεις
παρακαλείσαι
παρακαλεστείς , παρακληθείς
3 sg
παρακαλεί
παρακαλέσει
παρακαλείται
παρακαλεστεί , παρακληθεί
1 pl
παρακαλούμε
παρακαλέσουμε , [-ομε ]
παρακαλούμαστε
παρακαλεστούμε , παρακληθούμε
2 pl
παρακαλείτε
παρακαλέσετε
παρακαλείστε
παρακαλεστείτε , παρακληθείτε
3 pl
παρακαλούν (ε )
παρακαλέσουν (ε )
παρακαλούνται
παρακαλεστούν (ε ), παρακληθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
παρακαλούσα
παρακάλεσα
[παρακαλούμουν (α )]
παρακαλέστηκα , παρακλήθηκα
2 sg
παρακαλούσες
παρακάλεσες
[παρακαλούσουν (α )]
παρακαλέστηκες , παρακλήθηκες
3 sg
παρακαλούσε
παρακάλεσε
παρακαλούνταν , {παρακαλείτο }
παρακαλέστηκε , παρακλήθηκε , {παρεκλήθη }
1 pl
παρακαλούσαμε
παρακαλέσαμε
παρακαλούμασταν , (‑ούμαστε )
παρακαλεστήκαμε , παρακληθήκαμε
2 pl
παρακαλούσατε
παρακαλέσατε
[παρακαλούσασταν , (‑ούσαστε )]
παρακαλεστήκατε , παρακληθήκατε
3 pl
παρακαλούσαν (ε )
παρακάλεσαν , παρακαλέσαν (ε )
παρακαλούνταν , {παρακαλούντο }
παρακαλέστηκαν , παρακαλεστήκαν (ε ), παρακλήθηκαν , παρακληθήκαν (ε ), {παρεκλήθησαν }
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα παρακαλώ ➤
θα παρακαλέσω ➤
θα παρακαλούμαι ➤
θα παρακαλεστώ , θα παρακληθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα παρακαλείς , …
θα παρακαλέσεις , …
θα παρακαλείσαι , …
θα παρακαλεστείς , θα παρακληθείς , ...
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … παρακαλέσει
έχω, έχεις, ... παρακαλεστεί , παρακληθεί είμαι , είσαι , … παρακαλεσμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … παρακαλέσει
είχα, είχες, ... παρακαλεστεί , παρακληθεί ήμουν , ήσουν , … παρακαλεσμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … παρακαλέσει
θα έχω, θα έχεις, ... παρακαλεστεί , παρακληθεί θα είμαι, θα είσαι, … παρακαλεσμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
παρακάλεσε
—
παρακαλέσου
2 pl
παρακαλείτε
παρακαλέστε
παρακαλείστε
παρακαλεστείτε , παρακληθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
παρακαλώντας ➤
παρακαλούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας παρακαλέσει ➤
παρακαλεσμένος , ‑η, ‑o {παρακεκλημένος , ‑η, ‑o} ➤
Nonfinite form➤
παρακαλέσει
παρακαλεστεί , παρακληθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
δεν κάνει τίποτα ( den kánei típota , “ it's nothing, you're welcome ” ) ( colloquial, not to be used in usual dialogues )
παρακαλώ, -είς, -εί... • (parakaló, -eís, -eí... ) (imperfect παρακαλούσα , past παρακάλεσα , passive παρακαλούμαι , p‑past παρακλήθηκα )
( formal ) request , beg , plead
Οι επιβάτες παρακαλούνται να μην καπνίζουν. Oi epivátes parakaloúntai na min kapnízoun. Passengers are requested not to smoke.