ακίβδηλος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακίβδηλος (akívdilosm (feminine ακίβδηλη, neuter ακίβδηλο)

  1. genuine (not counterfeit)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακίβδηλος (akívdilos) ακίβδηλη (akívdili) ακίβδηλο (akívdilo) ακίβδηλοι (akívdiloi) ακίβδηλες (akívdiles) ακίβδηλα (akívdila)
genitive ακίβδηλου (akívdilou) ακίβδηλης (akívdilis) ακίβδηλου (akívdilou) ακίβδηλων (akívdilon) ακίβδηλων (akívdilon) ακίβδηλων (akívdilon)
accusative ακίβδηλο (akívdilo) ακίβδηλη (akívdili) ακίβδηλο (akívdilo) ακίβδηλους (akívdilous) ακίβδηλες (akívdiles) ακίβδηλα (akívdila)
vocative ακίβδηλε (akívdile) ακίβδηλη (akívdili) ακίβδηλο (akívdilo) ακίβδηλοι (akívdiloi) ακίβδηλες (akívdiles) ακίβδηλα (akívdila)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]