ξανα- ( xana- , “ again ” ) + μοιράζω ( moirázo , “ divide ” ) .
IPA (key ) : /ksa.na.miˈɾa.zo/
Hyphenation: ξα‧να‧μοι‧ρά‧ζω
ξαναμοιράζω • (xanamoirázo ) (past ξαναμοίρασα , passive ξαναμοιράζομαι )
to redistribute , share again
Ξαναμοιράζει τα βιβλία στους μαθητές.Xanamoirázei ta vivlía stous mathités.She redistributes the books to the students.
ξαναμοιράζω ξαναμοιράζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ξαναμοιράζω
ξαναμοιράσω
ξαναμοιράζομαι
ξαναμοιραστώ
2 sg
ξαναμοιράζεις
ξαναμοιράσεις
ξαναμοιράζεσαι
ξαναμοιραστείς
3 sg
ξαναμοιράζει
ξαναμοιράσει
ξαναμοιράζεται
ξαναμοιραστεί
1 pl
ξαναμοιράζουμε , [‑ομε ]
ξαναμοιράσουμε , [‑ομε ]
ξαναμοιραζόμαστε
ξαναμοιραστούμε
2 pl
ξαναμοιράζετε
ξαναμοιράσετε
ξαναμοιράζεστε , ξαναμοιραζόσαστε
ξαναμοιραστείτε
3 pl
ξαναμοιράζουν (ε )
ξαναμοιράσουν (ε )
ξαναμοιράζονται
ξαναμοιραστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ξαναμοίραζα
ξαναμοίρασα
ξαναμοιραζόμουν (α )
ξαναμοιράστηκα
2 sg
ξαναμοίραζες
ξαναμοίρασες
ξαναμοιραζόσουν (α )
ξαναμοιράστηκες
3 sg
ξαναμοίραζε
ξαναμοίρασε
ξαναμοιραζόταν (ε )
ξαναμοιράστηκε
1 pl
ξαναμοιράζαμε
ξαναμοιράσαμε
ξαναμοιραζόμασταν , (‑όμαστε )
ξαναμοιραστήκαμε
2 pl
ξαναμοιράζατε
ξαναμοιράσατε
ξαναμοιραζόσασταν , (‑όσαστε )
ξαναμοιραστήκατε
3 pl
ξαναμοίραζαν , ξαναμοιράζαν (ε )
ξαναμοίρασαν , ξαναμοιράσαν (ε )
ξαναμοιράζονταν , (ξαναμοιραζόντουσαν )
ξαναμοιράστηκαν , ξαναμοιραστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ξαναμοιράζω ➤
θα ξαναμοιράσω ➤
θα ξαναμοιράζομαι ➤
θα ξαναμοιραστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ξαναμοιράζεις , …
θα ξαναμοιράσεις , …
θα ξαναμοιράζεσαι , …
θα ξαναμοιραστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ξαναμοιράσει έχω, έχεις, … ξαναμοιρασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ξαναμοιραστεί είμαι , είσαι , … ξαναμοιρασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ξαναμοιράσει είχα, είχες, … ξαναμοιρασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ξαναμοιραστεί ήμουν , ήσουν , … ξαναμοιρασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ξαναμοιράσει θα έχω, θα έχεις, … ξαναμοιρασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ξαναμοιραστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξαναμοιρασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ξαναμοίραζε
ξαναμοίρασε
—
ξαναμοιράσου
2 pl
ξαναμοιράζετε
ξαναμοιράστε
ξαναμοιράζεστε
ξαναμοιραστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ξαναμοιράζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ξαναμοιράσει ➤
ξαναμοιρασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ξαναμοιράσει
ξαναμοιραστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: μοίρα f ( moíra , “ sense: portion ” )