ξαναμοιράστηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ξαναμοιράστηκα • (xanamoirástika)
- 1st person singular simple past form of ξαναμοιράζομαι (xanamoirázomai).
ξαναμοιράστηκα • (xanamoirástika)