υπερχείλιση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]υπερχείλιση • (ypercheílisi) f (plural υπερχειλίσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερχείλιση (ypercheílisi) | υπερχειλίσεις (ypercheilíseis) |
genitive | υπερχείλισης (ypercheílisis) | υπερχειλίσεων (ypercheilíseon) |
accusative | υπερχείλιση (ypercheílisi) | υπερχειλίσεις (ypercheilíseis) |
vocative | υπερχείλιση (ypercheílisi) | υπερχειλίσεις (ypercheilíseis) |
Older or formal genitive singular: υπερχειλίσεως (ypercheilíseos)
Synonyms
[edit]- (material): υπερφόρτωση f (yperfórtosi)
- (material): ξεχείλισμα n (xecheílisma)
Related terms
[edit]- υπερχειλίζω (ypercheilízo, “to overflow”)