υπερχειλίζω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]υπερχειλίζω • (ypercheilízo) (past υπερχείλισα, passive —)
Conjugation
[edit]υπερχειλίζω (active forms only plus passive perfect participle)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | υπερχειλίζω | υπερχειλίσω | ||
2 sg | υπερχειλίζεις | υπερχειλίσεις | ||
3 sg | υπερχειλίζει | υπερχειλίσει | ||
1 pl | υπερχειλίζουμε, [‑ομε] | υπερχειλίσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | υπερχειλίζετε | υπερχειλίσετε | ||
3 pl | υπερχειλίζουν(ε) | υπερχειλίσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | υπερχείλιζα | υπερχείλισα | ||
2 sg | υπερχείλιζες | υπερχείλισες | ||
3 sg | υπερχείλιζε | υπερχείλισε | ||
1 pl | υπερχειλίζαμε | υπερχειλίσαμε | ||
2 pl | υπερχειλίζατε | υπερχειλίσατε | ||
3 pl | υπερχείλιζαν, υπερχειλίζαν(ε) | υπερχείλισαν, υπερχειλίσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα υπερχειλίζω ➤ | θα υπερχειλίσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υπερχειλίζεις, … | θα υπερχειλίσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υπερχειλίσει έχω, έχεις, … υπερχειλισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
είμαι, είσαι, … υπερχειλισμένος, ‑η, ‑ο ➤ (also passive voice) | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υπερχειλίσει είχα, είχες, … υπερχειλισμένο, ‑η, ‑ο |
ήμουν, ήσουν, … υπερχειλισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υπερχειλίσει θα έχω, θα έχεις, … υπερχειλισμένο, ‑η, ‑ο |
θα είμαι, θα είσαι, … υπερχειλισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | υπερχείλιζε | υπερχείλισε | ||
2 pl | υπερχειλίζετε | υπερχειλίστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | υπερχειλίζοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας υπερχειλίσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | υπερχειλισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | |||
Nonfinite form ➤ | υπερχειλίσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]- ξεχειλίζω (xecheilízo, “overflow”)
- υπερφορτώνω (yperfortóno, “overflow, overload, surcharge”)
Related terms
[edit]- υπερεκχείλιση f (yperekcheílisi, “excessive overlflow”)
- υπερχείλιση f (ypercheílisi, “overflow”)
- and see at χείλος