υπερχειλίσεις
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]υπερχειλίσεις • (ypercheilíseis) f
- nominative plural of υπερχείλιση (ypercheílisi)
- accusative plural of υπερχείλιση (ypercheílisi)
- vocative plural of υπερχείλιση (ypercheílisi)
υπερχειλίσεις • (ypercheilíseis) f