From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Byzantine Greek ὑπερφορτώνω ( huperphortṓnō ) . By surface analysis , υπερ- ( yper- , “ over ” ) + φορτώνω ( fortóno , “ load ” ) .
IPA (key ) : /i.peɾ.foɾˈto.no/
Hyphenation: υ‧περ‧φορ‧τώ‧νω
υπερφορτώνω • (yperfortóno ) (past υπερφόρτωσα , passive υπερφορτώνομαι , p‑past υπερφορτώθηκα , ppp υπερφορτωμένος )
to overload
to surcharge
to overflow
υπερφορτώνω υπερφορτώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
υπερφορτώνω
υπερφορτώσω
υπερφορτώνομαι
υπερφορτωθώ
2 sg
υπερφορτώνεις
υπερφορτώσεις
υπερφορτώνεσαι
υπερφορτωθείς
3 sg
υπερφορτώνει
υπερφορτώσει
υπερφορτώνεται
υπερφορτωθεί
1 pl
υπερφορτώνουμε , [‑ομε ]
υπερφορτώσουμε , [‑ομε ]
υπερφορτωνόμαστε
υπερφορτωθούμε
2 pl
υπερφορτώνετε
υπερφορτώσετε
υπερφορτώνεστε , υπερφορτωνόσαστε
υπερφορτωθείτε
3 pl
υπερφορτώνουν (ε )
υπερφορτώσουν (ε )
υπερφορτώνονται
υπερφορτωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
υπερφόρτωνα
υπερφόρτωσα
υπερφορτωνόμουν (α )
υπερφορτώθηκα
2 sg
υπερφόρτωνες
υπερφόρτωσες
υπερφορτωνόσουν (α )
υπερφορτώθηκες
3 sg
υπερφόρτωνε
υπερφόρτωσε
υπερφορτωνόταν (ε )
υπερφορτώθηκε
1 pl
υπερφορτώναμε
υπερφορτώσαμε
υπερφορτωνόμασταν , (‑όμαστε )
υπερφορτωθήκαμε
2 pl
υπερφορτώνατε
υπερφορτώσατε
υπερφορτωνόσασταν , (‑όσαστε )
υπερφορτωθήκατε
3 pl
υπερφόρτωναν , υπερφορτώναν (ε )
υπερφόρτωσαν , υπερφορτώσαν (ε )
υπερφορτώνονταν , (υπερφορτωνόντουσαν )
υπερφορτώθηκαν , υπερφορτωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα υπερφορτώνω ➤
θα υπερφορτώσω ➤
θα υπερφορτώνομαι ➤
θα υπερφορτωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα υπερφορτώνεις , …
θα υπερφορτώσεις , …
θα υπερφορτώνεσαι , …
θα υπερφορτωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … υπερφορτώσει έχω, έχεις, … υπερφορτωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … υπερφορτωθεί είμαι , είσαι , … υπερφορτωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … υπερφορτώσει είχα, είχες, … υπερφορτωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … υπερφορτωθεί ήμουν , ήσουν , … υπερφορτωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … υπερφορτώσει θα έχω, θα έχεις, … υπερφορτωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … υπερφορτωθεί θα είμαι, θα είσαι, … υπερφορτωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
υπερφόρτωνε
υπερφόρτωσε
—
υπερφορτώσου
2 pl
υπερφορτώνετε
υπερφορτώστε
υπερφορτώνεστε
υπερφορτωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
υπερφορτώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας υπερφορτώσει ➤
υπερφορτωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
υπερφορτώσει
υπερφορτωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.