Jump to content

αναφαίρετος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἀναφαίρετος (anaphaíretos). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) +‎ αφαιρώ (afairó, subtract) +‎ -τος (-tos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.naˈfe.re.tos/
  • Hyphenation: α‧να‧φαί‧ρε‧τος

Adjective

[edit]

αναφαίρετος (anafaíretosm

  1. inalienable
    Synonym: απαράγραπτος (aparágraptos)
    αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμαanafaíreto anthrópino dikaíomainalienable human right

Declension

[edit]
Declension of αναφαίρετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναφαίρετος (anafaíretos) αναφαίρετη (anafaíreti) αναφαίρετο (anafaíreto) αναφαίρετοι (anafaíretoi) αναφαίρετες (anafaíretes) αναφαίρετα (anafaíreta)
genitive αναφαίρετου (anafaíretou) αναφαίρετης (anafaíretis) αναφαίρετου (anafaíretou) αναφαίρετων (anafaíreton) αναφαίρετων (anafaíreton) αναφαίρετων (anafaíreton)
accusative αναφαίρετο (anafaíreto) αναφαίρετη (anafaíreti) αναφαίρετο (anafaíreto) αναφαίρετους (anafaíretous) αναφαίρετες (anafaíretes) αναφαίρετα (anafaíreta)
vocative αναφαίρετε (anafaírete) αναφαίρετη (anafaíreti) αναφαίρετο (anafaíreto) αναφαίρετοι (anafaíretoi) αναφαίρετες (anafaíretes) αναφαίρετα (anafaíreta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναφαίρετος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναφαίρετος, etc.)

[edit]

References

[edit]