απαράγραπτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

απαράγραπτος (aparágraptosm (feminine απαράγραπτή, neuter απαράγραπτο)

  1. inalienable
    Synonym: αναφαίρετος (anafaíretos)
  2. (law) imprescriptible

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαράγραπτος (aparágraptos) απαράγραπτη (aparágrapti) απαράγραπτο (aparágrapto) απαράγραπτοι (aparágraptoi) απαράγραπτες (aparágraptes) απαράγραπτα (aparágrapta)
genitive απαράγραπτου (aparágraptou) απαράγραπτης (aparágraptis) απαράγραπτου (aparágraptou) απαράγραπτων (aparágrapton) απαράγραπτων (aparágrapton) απαράγραπτων (aparágrapton)
accusative απαράγραπτο (aparágrapto) απαράγραπτη (aparágrapti) απαράγραπτο (aparágrapto) απαράγραπτους (aparágraptous) απαράγραπτες (aparágraptes) απαράγραπτα (aparágrapta)
vocative απαράγραπτε (aparágrapte) απαράγραπτη (aparágrapti) απαράγραπτο (aparágrapto) απαράγραπτοι (aparágraptoi) απαράγραπτες (aparágraptes) απαράγραπτα (aparágrapta)