απαράγραπτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- απαράγραφτος (aparágraftos)
Adjective
[edit]απαράγραπτος • (aparágraptos) m (feminine απαράγραπτή, neuter απαράγραπτο)
- inalienable
- Synonym: αναφαίρετος (anafaíretos)
- (law) imprescriptible
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαράγραπτος (aparágraptos) | απαράγραπτη (aparágrapti) | απαράγραπτο (aparágrapto) | απαράγραπτοι (aparágraptoi) | απαράγραπτες (aparágraptes) | απαράγραπτα (aparágrapta) | |
genitive | απαράγραπτου (aparágraptou) | απαράγραπτης (aparágraptis) | απαράγραπτου (aparágraptou) | απαράγραπτων (aparágrapton) | απαράγραπτων (aparágrapton) | απαράγραπτων (aparágrapton) | |
accusative | απαράγραπτο (aparágrapto) | απαράγραπτη (aparágrapti) | απαράγραπτο (aparágrapto) | απαράγραπτους (aparágraptous) | απαράγραπτες (aparágraptes) | απαράγραπτα (aparágrapta) | |
vocative | απαράγραπτε (aparágrapte) | απαράγραπτη (aparágrapti) | απαράγραπτο (aparágrapto) | απαράγραπτοι (aparágraptoi) | απαράγραπτες (aparágraptes) | απαράγραπτα (aparágrapta) |