Jump to content

απαράγραφτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απαράγραφτος (aparágraftosm (feminine απαράγραφτή, neuter απαράγραφτο)

  1. Alternative form of απαράγραπτος (aparágraptos)

Declension

[edit]
Declension of απαράγραφτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαράγραφτος (aparágraftos) απαράγραφτη (aparágrafti) απαράγραφτο (aparágrafto) απαράγραφτοι (aparágraftoi) απαράγραφτες (aparágraftes) απαράγραφτα (aparágrafta)
genitive απαράγραφτου (aparágraftou) απαράγραφτης (aparágraftis) απαράγραφτου (aparágraftou) απαράγραφτων (aparágrafton) απαράγραφτων (aparágrafton) απαράγραφτων (aparágrafton)
accusative απαράγραφτο (aparágrafto) απαράγραφτη (aparágrafti) απαράγραφτο (aparágrafto) απαράγραφτους (aparágraftous) απαράγραφτες (aparágraftes) απαράγραφτα (aparágrafta)
vocative απαράγραφτε (aparágrafte) απαράγραφτη (aparágrafti) απαράγραφτο (aparágrafto) απαράγραφτοι (aparágraftoi) απαράγραφτες (aparágraftes) απαράγραφτα (aparágrafta)