επιθυμία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

επιθυμία (epithymíaf (plural επιθυμίες)

  1. desire, yearning
    Synonym: λαχτάρα (lachtára)
  2. wish

Declension

[edit]
singular plural
nominative επιθυμία (epithymía) επιθυμίες (epithymíes)
genitive επιθυμίας (epithymías) επιθυμιών (epithymión)
accusative επιθυμία (epithymía) επιθυμίες (epithymíes)
vocative επιθυμία (epithymía) επιθυμίες (epithymíes)

Coordinate terms

[edit]