Jump to content

μοιρασμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of μοιράζομαι (moirázomai), passive voice of μοιράζω (divide).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mi.ɾaˈzme.nos/
  • Hyphenation: μοι‧ρα‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

μοιρασμένος (moirasménosm (feminine μοιρασμένη, neuter μοιρασμένο)

  1. divided

Declension

[edit]
Declension of μοιρασμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μοιρασμένος (moirasménos) μοιρασμένη (moirasméni) μοιρασμένο (moirasméno) μοιρασμένοι (moirasménoi) μοιρασμένες (moirasménes) μοιρασμένα (moirasména)
genitive μοιρασμένου (moirasménou) μοιρασμένης (moirasménis) μοιρασμένου (moirasménou) μοιρασμένων (moirasménon) μοιρασμένων (moirasménon) μοιρασμένων (moirasménon)
accusative μοιρασμένο (moirasméno) μοιρασμένη (moirasméni) μοιρασμένο (moirasméno) μοιρασμένους (moirasménous) μοιρασμένες (moirasménes) μοιρασμένα (moirasména)
vocative μοιρασμένε (moirasméne) μοιρασμένη (moirasméni) μοιρασμένο (moirasméno) μοιρασμένοι (moirasménoi) μοιρασμένες (moirasménes) μοιρασμένα (moirasména)

Antonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

and

  • and see: μοίρα f (moíra, sense: portion)