Jump to content

αμοίραστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμοίραστος (amoírastosm (feminine αδιαμοίραστη, neuter αδιαμοίραστο)

  1. undivided, undistributed, not handed out

Declension

[edit]
Declension of αμοίραστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαμοίραστος (adiamoírastos) αδιαμοίραστη (adiamoírasti) αδιαμοίραστο (adiamoírasto) αδιαμοίραστοι (adiamoírastoi) αδιαμοίραστες (adiamoírastes) αδιαμοίραστα (adiamoírasta)
genitive αδιαμοίραστου (adiamoírastou) αδιαμοίραστης (adiamoírastis) αδιαμοίραστου (adiamoírastou) αδιαμοίραστων (adiamoíraston) αδιαμοίραστων (adiamoíraston) αδιαμοίραστων (adiamoíraston)
accusative αδιαμοίραστο (adiamoírasto) αδιαμοίραστη (adiamoírasti) αδιαμοίραστο (adiamoírasto) αδιαμοίραστους (adiamoírastous) αδιαμοίραστες (adiamoírastes) αδιαμοίραστα (adiamoírasta)
vocative αδιαμοίραστε (adiamoíraste) αδιαμοίραστη (adiamoírasti) αδιαμοίραστο (adiamoírasto) αδιαμοίραστοι (adiamoírastoi) αδιαμοίραστες (adiamoírastes) αδιαμοίραστα (adiamoírasta)

Synonyms

[edit]