From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek ἀποκρύπτω ( apokrúptō ) . By surface analysis , απο- ( “ from ” ) + the ancient κρύπτω ( krúptō , “ hide ” ) .
IPA (key ) : /a.poˈkɾi.pto/
Hyphenation: α‧πο‧κρύ‧πτω
αποκρύπτω • (apokrýpto ) (past απέκρυψα , passive αποκρύπτομαι ) (also past απόκρυψα , as in αποκρύβω )
( transitive ) to conceal , hide , withhold
( transitive ) to dissimulate
αποκρύπτω αποκρύπτομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποκρύπτω (αποκρύβω → )
αποκρύψω
αποκρύπτομαι
αποκρυφθώ , αποκρυφτώ 1
2 sg
αποκρύπτεις
αποκρύψεις
αποκρύπτεσαι
αποκρυφθείς , αποκρυφτείς
3 sg
αποκρύπτει
αποκρύψει
αποκρύπτεται
αποκρυφθεί , αποκρυφτεί
1 pl
αποκρύπτουμε , [‑ομε ]
αποκρύψουμε , [‑ομε ]
αποκρυπτόμαστε
αποκρυφθούμε , αποκρυφτούμε
2 pl
αποκρύπτετε
αποκρύψετε
αποκρύπτεστε , {αποκρύπτεσθε }
αποκρυφθείτε , αποκρυφτείτε
3 pl
αποκρύπτουν (ε )
αποκρύψουν (ε )
αποκρύπτονται
αποκρυφθούν (ε ), αποκρυφτούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
απέκρυπτα
απέκρυψα
αποκρυπτόμουν (α )
αποκρύφθηκα , αποκρύφτηκα 1
2 sg
απέκρυπτες
απέκρυψες
αποκρυπτόσουν (α )
αποκρύφθηκες , αποκρύφτηκες
3 sg
απέκρυπτε
απέκρυψε
αποκρυπτόταν (ε )
αποκρύφθηκε , αποκρύφτηκε
1 pl
αποκρύπταμε
αποκρύψαμε
αποκρυπτόμασταν , (‑όμαστε )
αποκρυφθήκαμε , αποκρυφτήκαμε
2 pl
αποκρύπτατε
αποκρύψατε
αποκρυπτόσασταν , (‑όσαστε )
αποκρυφθήκατε , αποκρυφτήκατε
3 pl
απέκρυπταν , αποκρύπταν (ε )
απέκρυψαν , αποκρύψαν (ε )
αποκρύπτονταν , (αποκρυπτόντουσαν )
αποκρύφθηκαν , αποκρυφθήκαν (ε ), αποκρύφτηκαν , αποκρυφτήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποκρύπτω ➤
θα αποκρύψω ➤
θα αποκρύπτομαι ➤
θα αποκρυφθώ / αποκρυφτώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποκρύπτεις , …
θα αποκρύψεις , …
θα αποκρύπτεσαι , …
θα αποκρυφθείς / αποκρυφτείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποκρύψει
έχω, έχεις, … αποκρυφθεί / αποκρυφτεί είμαι , είσαι , … αποκρυμμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποκρύψει
είχα, είχες, … αποκρυφθεί / αποκρυφτεί ήμουν , ήσουν , … αποκρυμμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποκρύψει
θα έχω, θα έχεις, … αποκρυφθεί / αποκρυφτεί θα είμαι, θα είσαι, … αποκρυμμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
απόκρυπτε
απόκρυψε
—
αποκρύψου
2 pl
αποκρύπτετε
αποκρύψτε
αποκρύπτεστε , {αποκρύπτεσθε }
αποκρυφθείτε , αποκρυφτείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποκρύπτοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποκρύψει ➤
[αποκρυμμένος , -η, -ο] ➤
Nonfinite form➤
αποκρύψει
αποκρυφθεί , αποκρυφτεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. All forms with -φθ- are formal. The less formal -φτ- , mainly as of verb αποκρύβω ( apokrývo ) . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
αποκρυπτογραφώ ( apokryptografó , “ to decipher ” ) αποκρυφισμός m ( apokryfismós , “ occultism ” ) αποκρυφιστής m ( apokryfistís , “ occultist ” ) αποκρυφιστικός ( apokryfistikós , “ occult ” , adjective ) αποκρυφολογία f ( apokryfología , “ occultism ” ) απόκρυφος ( apókryfos , “ secret ” , adjective ) απόκρυψη f ( apókrypsi , “ hiding, concealment ” ) see: αποκρυπτογραφώ ( apokryptografó , “ to decipher ” ) & κρύβω ( krývo )
συγκαλύπτω ( sygkalýpto , “ to disguise, to hush up ” )