Jump to content

απόκρυφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόκρυφος (apókryfosm (feminine απόκρυφη, neuter απόκρυφο)

  1. occult
  2. secret, concealed

Declension

[edit]
Declension of απόκρυφος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόκρυφος (apókryfos) απόκρυφη (apókryfi) απόκρυφο (apókryfo) απόκρυφοι (apókryfoi) απόκρυφες (apókryfes) απόκρυφα (apókryfa)
genitive απόκρυφου (apókryfou) απόκρυφης (apókryfis) απόκρυφου (apókryfou) απόκρυφων (apókryfon) απόκρυφων (apókryfon) απόκρυφων (apókryfon)
accusative απόκρυφο (apókryfo) απόκρυφη (apókryfi) απόκρυφο (apókryfo) απόκρυφους (apókryfous) απόκρυφες (apókryfes) απόκρυφα (apókryfa)
vocative απόκρυφε (apókryfe) απόκρυφη (apókryfi) απόκρυφο (apókryfo) απόκρυφοι (apókryfoi) απόκρυφες (apókryfes) απόκρυφα (apókryfa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απόκρυφος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απόκρυφος, etc.)

[edit]