αρνητικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀρνητικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀρνητικός (arnētikós). The contemporary scientific senses are a semantic loan from French négatif.[1][2]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αρνητικός • (arnitikós) m (feminine αρνητική, neuter αρνητικό)
- disapproving, undesirable
- (grammar, mathematics) negative
- Synonym: (abbreviation) αρνητ. (arnit.)
Declension
[edit]Declension of αρνητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρνητικός • | αρνητική • | αρνητικό • | αρνητικοί • | αρνητικές • | αρνητικά • |
genitive | αρνητικού • | αρνητικής • | αρνητικού • | αρνητικών • | αρνητικών • | αρνητικών • |
accusative | αρνητικό • | αρνητική • | αρνητικό • | αρνητικούς • | αρνητικές • | αρνητικά • |
vocative | αρνητικέ • | αρνητική • | αρνητικό • | αρνητικοί • | αρνητικές • | αρνητικά • |
Antonyms
[edit]- θετικός (thetikós, “positive”)
Derived terms
[edit]- αρνητικά (arnitiká, “negatively”, adverb)
- ψευδώς αρνητικός (psevdós arnitikós, “false negative”)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ αρνητικός - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- ^ αρνητικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language