αιθεροβάτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αιθεροβάτης • (aitherovátis) m (plural αιθεροβάτες)
Declension
[edit]Declension of αιθεροβάτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιθεροβάτης • | αιθεροβάτες • |
genitive | αιθεροβάτη • | αιθεροβατών • |
accusative | αιθεροβάτη • | αιθεροβάτες • |
vocative | αιθεροβάτη • | αιθεροβάτες • |
Synonyms
[edit]- ονειροπόλος m (oneiropólos)
Related terms
[edit]- αιθεροβατώ (aitherovató, “to daydream”)