Jump to content

ζωικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /zo.iˈkos/
  • Hyphenation: ζω‧ι‧κός

Etymology 1

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek ζωϊκός (zōïkós). By surface analysis, ζώ(ο) (zó(o), animal) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Adjective

[edit]

ζωικός (zoïkósm (feminine ζωική, neuter ζωικό)

  1. (relational) animal
Declension
[edit]
Declension of ζωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ζωικός (zoïkós) ζωική (zoïkí) ζωικό (zoïkó) ζωικοί (zoïkoí) ζωικές (zoïkés) ζωικά (zoïká)
genitive ζωικού (zoïkoú) ζωικής (zoïkís) ζωικού (zoïkoú) ζωικών (zoïkón) ζωικών (zoïkón) ζωικών (zoïkón)
accusative ζωικό (zoïkó) ζωική (zoïkí) ζωικό (zoïkó) ζωικούς (zoïkoús) ζωικές (zoïkés) ζωικά (zoïká)
vocative ζωικέ (zoïké) ζωική (zoïkí) ζωικό (zoïkó) ζωικοί (zoïkoí) ζωικές (zoïkés) ζωικά (zoïká)
Derived terms
[edit]

Etymology 2

[edit]

Learnedly from ζω(ή) (zo(í), life) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Adjective

[edit]

ζωικός (zoïkósm (feminine ζωική, neuter ζωικό)

  1. (relational) life (attributive)
Declension
[edit]
Declension of ζωικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ζωικός (zoïkós) ζωική (zoïkí) ζωικό (zoïkó) ζωικοί (zoïkoí) ζωικές (zoïkés) ζωικά (zoïká)
genitive ζωικού (zoïkoú) ζωικής (zoïkís) ζωικού (zoïkoú) ζωικών (zoïkón) ζωικών (zoïkón) ζωικών (zoïkón)
accusative ζωικό (zoïkó) ζωική (zoïkí) ζωικό (zoïkó) ζωικούς (zoïkoús) ζωικές (zoïkés) ζωικά (zoïká)
vocative ζωικέ (zoïké) ζωική (zoïkí) ζωικό (zoïkó) ζωικοί (zoïkoí) ζωικές (zoïkés) ζωικά (zoïká)

References

[edit]
  1. 1.0 1.1 ζωικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language