αντιβουίζω
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αντιβοΐζω (antivoḯzo) (rare)
- αντιβουΐζω (antivouḯzo) The < ΐ > is needed especially in polytonic spelling ἀντιβουΐζω, where < ι > does not belong to a diphthong < υι > [i]. The upsilon < υ > belongs to the diphthong < ου > [u].
- αντιβοώ (antivoó), αντιβουώ (antivouó) (rare)
Etymology
[edit]From αντι- (“counter-”) + βουίζω (“make noise, buzz”).[1] Also see the ancient ἀντιβοάω (antiboáō) / ἀντιβοῶ (antiboô).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αντιβουίζω • (antivouízo) (past αντιβούιξα, passive —) and a rare past αντιβούισα[2]
Conjugation
[edit]αντιβουίζω (active forms only)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | αντιβουίζω | αντιβουίξω, [αντιβουίσω]1 | ||
2 sg | αντιβουίζεις | αντιβουίξεις, αντιβουίσεις | ||
3 sg | αντιβουίζει | αντιβουίξει, αντιβουίσει | ||
1 pl | αντιβουίζουμε, [‑ομε] | αντιβουίξουμε, [‑ομε], αντιβουίσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | αντιβουίζετε | αντιβουίξετε, αντιβουίσετε | ||
3 pl | αντιβουίζουν(ε) | αντιβουίξουν(ε), αντιβουίσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | αντιβούιζα | αντιβούιξα, [αντιβούισα]1 | ||
2 sg | αντιβούιζες | αντιβούιξες, αντιβούισες | ||
3 sg | αντιβούιζε | αντιβούιξε, αντιβούισε | ||
1 pl | αντιβουίζαμε | αντιβουίξαμε, αντιβουίσαμε | ||
2 pl | αντιβουίζατε | αντιβουίξατε, αντιβουίσατε | ||
3 pl | αντιβούιζαν, αντιβουίζαν(ε) | αντιβούιξαν, αντιβουίξαν(ε), αντιβούισαν | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα αντιβουίζω ➤ | θα αντιβουίξω / αντιβουίσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αντιβουίζεις, … | θα αντιβουίξεις / αντιβουίσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αντιβουίξει / αντιβουίσει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αντιβουίξει / αντιβουίσει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αντιβουίξει / αντιβουίσει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | αντιβούιζε | αντιβούιξε, αντιβούισε | ||
2 pl | αντιβουίζετε | αντιβουίξτε, αντιβουίστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | αντιβουίζοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας αντιβουίξει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | αντιβουίξει, αντιβουίσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Forms with -σ- are extremely rare. Also see βουίζω. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- and see: βουίζω (vouízo)
- αντιβούισμα n (antivoúisma, “re-echoing”)
- αντίβουο n (antívouo)
- αντίβουος (antívouos)
References
[edit]- ^ αντιβουίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ Dimitrakos, Dimitrios B. (21964) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (in Greek), Athens: Hellenic Paideia 2nd edition in 15 vols. [1st edition 1930-1950 in 9 volumes] (abbreviations - of authors)