Jump to content

αντιβούισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιβούισμα (antivoúisman (plural αντιβουίσματα)

  1. reverberation, re-echoing

Declension

[edit]
Declension of αντιβούισμα
singular plural
nominative αντιβούισμα (antivoúisma) αντιβουίσματα (antivouísmata)
genitive αντιβουίσματος (antivouísmatos) αντιβουισμάτων (antivouismáton)
accusative αντιβούισμα (antivoúisma) αντιβουίσματα (antivouísmata)
vocative αντιβούισμα (antivoúisma) αντιβουίσματα (antivouísmata)
[edit]

Further reading

[edit]