Jump to content

αοριστολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αοριστολογία (aoristologíaf (plural αοριστολογίες)

  1. generalities
  2. vagueness, haziness, ambiguity
    Synonyms: αοριστία (aoristía), ασάφεια (asáfeia), αβεβαιότητα (avevaiótita)
  3. (in the plural) vague words
    Synonym: αοριστίες (aoristíes)

Declension

[edit]
Declension of αοριστολογία
singular plural
nominative αοριστολογία (aoristología) αοριστολογίες (aoristologíes)
genitive αοριστολογίας (aoristologías) αοριστολογιών (aoristologión)
accusative αοριστολογία (aoristología) αοριστολογίες (aoristologíes)
vocative αοριστολογία (aoristología) αοριστολογίες (aoristologíes)
[edit]