αοριστολογία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αοριστολογία • (aoristología) f (plural αοριστολογίες)
- generalities
- vagueness, haziness, ambiguity
- Synonyms: αοριστία (aoristía), ασάφεια (asáfeia), αβεβαιότητα (avevaiótita)
- (in the plural) vague words
- Synonym: αοριστίες (aoristíes)
Declension
[edit]Declension of αοριστολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αοριστολογία • | αοριστολογίες • |
genitive | αοριστολογίας • | αοριστολογιών • |
accusative | αοριστολογία • | αοριστολογίες • |
vocative | αοριστολογία • | αοριστολογίες • |
Related terms
[edit]- see: αόριστος (aóristos, “vague”, adjective)