εκθέτω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εκθέτω • (ekthéto) (past εξέθεσα, passive εκτίθεμαι, p‑past εκτέθηκα, ppp εκτεθειμένος)
- to exhibit, display
- Σε ποια γκαλερί εκθέτει τα έργα του ο νεαρός ζωγράφος;
- Se poia gkalerí ekthétei ta érga tou o nearós zográfos?
- At which art gallery does this young painter exhibit? (his works)
- to expound, report, write up
- Του εξέθεσα το πρόβλημα με κάθε λεπτομέρεια.
- Tou exéthesa to próvlima me káthe leptoméreia.
- I have described the problem to him in every detail.
- to compromise
Conjugation
[edit]εκθέτω εκτίθεμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εκθέτω | εκθέσω | εκτίθεμαι, εκθέτομαι | εκτεθώ |
2 sg | εκθέτεις | εκθέσεις | εκτίθεσαι | εκτεθείς |
3 sg | εκθέτει | εκθέσει | εκτίθεται | εκτεθεί |
1 pl | εκθέτουμε, [‑ομε] | εκθέσουμε, [‑ομε] | [εκτιθέμεθα] | εκτεθούμε |
2 pl | εκθέτετε | εκθέσετε | εκτίθεσθε | εκτεθείτε |
3 pl | εκθέτουν(ε) | εκθέσουν(ε) | εκτίθενται | εκτεθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξέθετα | εξέθεσα | — | εκτέθηκα, [{εξετέθην}]1 |
2 sg | εξέθετες | εξέθεσες | — | εκτέθηκες, [{εξετέθης}] |
3 sg | εξέθετε | εξέθεσε | {εξετίθετο} | εκτέθηκε, {εξετέθη} |
1 pl | εκθέταμε | εκθέσαμε | — | εκτεθήκαμε, [{εξετέθημεν}] |
2 pl | εκθέτατε | εκθέσατε | — | εκτεθήκατε, [{εξετέθητε}] |
3 pl | εξέθεταν, εκθέταν(ε) | εξέθεσαν, εκθέσαν(ε) | {εξετίθεντο} | εκτέθηκαν, εκτεθήκαν(ε), {εξετέθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εκθέτω ➤ | θα εκθέσω ➤ | θα εκτίθεμαι ➤ | θα εκτεθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εκθέτεις, … | θα εκθέσεις, … | θα εκτίθεσαι, ... | θα εκτεθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εκθέσει έχω, έχεις, … εκτεθειμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εκτεθεί είμαι, είσαι, … εκτεθειμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εκθέσει είχα, είχες, … εκτεθειμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εκτεθεί ήμουν, ήσουν, … εκτεθειμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εκθέσει θα έχω, θα έχεις, … εκτεθειμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εκτεθεί θα είμαι, θα είσαι, … εκτεθειμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | (έκθετε) | έκθεσε | — | εκθέσου |
2 pl | εκθέτετε | εκθέστε | εκτίθεσθε | εκτεθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εκθέτοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εκθέσει ➤ | εκτεθειμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εκθέσει | εκτεθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Passive forms with -θην- are very formal, as in the ancient aorist ἐξετέθην from the conjugation of ἐκτίθημι. In Modern Greek, found in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • Learned forms, especially if missing, used from the ancient conjugation of ἐκτίθημι. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αντέκθεση f (antékthesi)
- έκθεμα n (ékthema, “exhibit”)
- έκθεση f (ékthesi, “exhibition”)
- εκθεσιακός (ekthesiakós)
- εκθετήριο n (ekthetírio)
- εκθέτης m (ekthétis)
- έκθετος (ékthetos)
- εκτεθειμένος (ektetheiménos, participle)
- and see: θέτω (théto, “put”)