καθυστερημένος
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]καθυστερημένος • (kathysteriménos) m (feminine καθυστερημένη, neuter καθυστερημένο)
- passive perfect participle of καθυστερώ (kathysteró):
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καθυστερημένος (kathysteriménos) | καθυστερημένη (kathysteriméni) | καθυστερημένο (kathysteriméno) | καθυστερημένοι (kathysteriménoi) | καθυστερημένες (kathysteriménes) | καθυστερημένα (kathysteriména) | |
genitive | καθυστερημένου (kathysteriménou) | καθυστερημένης (kathysteriménis) | καθυστερημένου (kathysteriménou) | καθυστερημένων (kathysteriménon) | καθυστερημένων (kathysteriménon) | καθυστερημένων (kathysteriménon) | |
accusative | καθυστερημένο (kathysteriméno) | καθυστερημένη (kathysteriméni) | καθυστερημένο (kathysteriméno) | καθυστερημένους (kathysteriménous) | καθυστερημένες (kathysteriménes) | καθυστερημένα (kathysteriména) | |
vocative | καθυστερημένε (kathysteriméne) | καθυστερημένη (kathysteriméni) | καθυστερημένο (kathysteriméno) | καθυστερημένοι (kathysteriménoi) | καθυστερημένες (kathysteriménes) | καθυστερημένα (kathysteriména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καθυστερημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καθυστερημένος, etc.)
References
[edit]- καθυστερημένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language