Jump to content

καθυστερημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.θi.ste.riˈme.nos/
  • Hyphenation: κα‧θυ‧στε‧ρη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

καθυστερημένος (kathysteriménosm (feminine καθυστερημένη, neuter καθυστερημένο)

  1. passive perfect participle of καθυστερώ (kathysteró):
    1. delayed
      καθυστερημένη αναχώρησηkathysteriméni anachórisidelayed departure
    2. backward (underdeveloped)
    3. retarded (having mental retardation; mentally deficient or underdeveloped)

Declension

[edit]
Declension of καθυστερημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καθυστερημένος (kathysteriménos) καθυστερημένη (kathysteriméni) καθυστερημένο (kathysteriméno) καθυστερημένοι (kathysteriménoi) καθυστερημένες (kathysteriménes) καθυστερημένα (kathysteriména)
genitive καθυστερημένου (kathysteriménou) καθυστερημένης (kathysteriménis) καθυστερημένου (kathysteriménou) καθυστερημένων (kathysteriménon) καθυστερημένων (kathysteriménon) καθυστερημένων (kathysteriménon)
accusative καθυστερημένο (kathysteriméno) καθυστερημένη (kathysteriméni) καθυστερημένο (kathysteriméno) καθυστερημένους (kathysteriménous) καθυστερημένες (kathysteriménes) καθυστερημένα (kathysteriména)
vocative καθυστερημένε (kathysteriméne) καθυστερημένη (kathysteriméni) καθυστερημένο (kathysteriméno) καθυστερημένοι (kathysteriménoi) καθυστερημένες (kathysteriménes) καθυστερημένα (kathysteriména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καθυστερημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καθυστερημένος, etc.)

References

[edit]