αναχώρηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀναχώρησις (anakhṓrēsis, “retreat, return”) + -ση (-sē). For the modern meaning of "departure", semantic loan from French depart.
Noun
[edit]αναχώρηση • (anachórisi) f (plural αναχωρήσεις)
Declension
[edit]Declension of αναχώρηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αναχώρηση • | αναχωρήσεις • | |
genitive | αναχώρησης • | αναχωρήσεων • | |
accusative | αναχώρηση • | αναχωρήσεις • | |
vocative | αναχώρηση • | αναχωρήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αναχωρήσεως • |
Related terms
[edit]- αναχωρητήριο n (anachoritírio, “hermitage”)
- αναχωρητής m (anachoritís, “hermit, anchorite”)
- αναχωρητισμός m (anachoritismós, “anchoreticism”)
- αναχωρήτρια f (anachorítria, “hermit, anchorite”)
- αναχωρώ (anachoró, “to depart”)