Jump to content

αναχωρήτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναχωρήτρια (anachorítriaf (plural αναχωρήτριες, masculine αναχωρητής)

  1. (religion) hermit, recluse, anchorite (anachorite), eremite

Declension

[edit]
Declension of αναχωρήτρια
singular plural
nominative αναχωρήτρια (anachorítria) αναχωρήτριες (anachorítries)
genitive αναχωρήτριας (anachorítrias) αναχωρητριών (anachoritrión)
accusative αναχωρήτρια (anachorítria) αναχωρήτριες (anachorítries)
vocative αναχωρήτρια (anachorítria) αναχωρήτριες (anachorítries)
[edit]