αναχωρήτρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναχωρήτρια • (anachorítria) f (plural αναχωρήτριες, masculine αναχωρητής)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναχωρήτρια (anachorítria) | αναχωρήτριες (anachorítries) |
genitive | αναχωρήτριας (anachorítrias) | αναχωρητριών (anachoritrión) |
accusative | αναχωρήτρια (anachorítria) | αναχωρήτριες (anachorítries) |
vocative | αναχωρήτρια (anachorítria) | αναχωρήτριες (anachorítries) |
Related terms
[edit]- see: αναχωρητής (anachoritís)