Count
|
Entry
|
Sources
|
35
|
-ικός (-ikós)
|
-ish, αντικειμενικός, αντικλεπτικός, αρχαιολογικός, βαλκανικός, γλωσσικός, δακτυλικός, δεσποτικός, εθνικός, ευχετικός, θεαματικός, ιατρικός, ιταλικός, κυκλικός, λευκορωσικά, μαζικός, μερικός, ολικός, ουρανικός, πετραρχικός, ποινικός, ποιοτικός, ποσοτικός, πουλερικό, προφορικός, πρωκτικός, πυρηνικός, σαρκικός, σπιτικός, τετραγωνικός, τσακωνικός, υπερωικός, υποκειμενικός, φαλλικός, χειλικός
|
16
|
-ίζω (-ízo)
|
-ίζω, -ίστρια, -ιστής, -ιστί, αεροφωτογραφίζω, αποκεφαλίζω, αρχίζω, γιουχαΐζω, ιριδίζω, καπνίζω, πορδίζω, σφαλιαρίζω, φωτογραφίζω, χαστουκίζω, χιονίζω, χτενίζω
|
10
|
δια- (dia-)
|
Appendix:Greek prefixes, inter-, trans-, διαβεβαιώνω, διαδέχομαι, διαλυμένος, διαλύω, διαπλέω, διασχίζω, διατροφή
|
9
|
-ος (-os)
|
άβλαβος, άκεφος, ένοπλος, ανέξοδος, απρόσωπος, ενάρετος, ισόπλευρος, καρδιόσχημος, μπάτσος
|
8
|
έλλειψη (élleipsi)
|
dearth, ellipsis, paucity, scarcity, ένδεια, ανεπάρκεια, επάρκεια, ἔλλειψις
|
8
|
εξαιρετικά (exairetiká)
|
exceptionally, απαίσια, γαμάτα, εκπληκτικά, εξόχως, τέλεια, υπέροχα, υπερόχως
|
8
|
κάσα (kása)
|
case, coffin, jamb, δοχείο, κιβώτιο, κουτί, νεκροκρέβατο, φέρετρο
|
8
|
οπίσθια (opísthia)
|
ass, bum, butt, buttock, έδρα, πισινός, ποπός, πρωκτός
|
8
|
πλέγμα (plégma)
|
fabric, grill, net, network, tissue, wattle, web, συρματόπλεγμα
|
8
|
προσφορά (prosforá)
|
bid, offer, proposal, quote, special, supply, προσφορά, τροφοδοσία
|
8
|
υπερ- (yper-)
|
Appendix:Greek prefixes, hyper-, υπερήπειρος, υπερβάλλω, υπερβασίλειο, υπερκαινοφανής, υπερρεαλισμός, υπερτροφία
|
8
|
φωτο- (foto-)
|
Appendix:Greek prefixes, photo-, φωτοαντίγραφο, φωτοβολίδα, φωτογραφία, φωτονεφέλη, φωτοτυπία, φωτόσπαθο
|
7
|
-τικός (-tikós)
|
δυτικός, ενοχλητικός, κουραστικός, ουσιαστικός, πιστωτικός, συγκινητικός, σωματικός
|
7
|
αναταραχή (anatarachí)
|
agitation, convulsion, disorder, fuss, turmoil, αναταράζω, ταράζω
|
7
|
ανδρικό μόριο (andrikó mório)
|
καυλί, μαλαπέρδα, πέος, πουλί, πούτσος, τσουτσούνι, ψωλή
|
7
|
απεχθής (apechthís)
|
heinous, invidious, nasty, αηδής, αηδιαστικός, απέχθεια, απεχθάνομαι
|
7
|
δυσνόητος (dysnóitos)
|
abstract, abstruse, tricky, ακατάληπτος, ακαταλαβίστικος, ακατανόητος, δύσκολος
|
7
|
κάτουρο (kátouro)
|
pee, piss, κατουρλιό, κατουρώ, πιπί, τσίσα, τσίσια
|
7
|
κερασός (kerasós)
|
Kirsche, cereja, kiraz, kirse, kirsikka, kirsuber, sareza
|
7
|
σαστίζω (sastízo)
|
astound, baffle, bewilder, confuse, flabbergast, nonplus, perplex
|
7
|
σύνοψη (sýnopsi)
|
abbreviation, abstract, compendium, resume, summary, synopsis, περίληψη
|
7
|
φοβητσιάρης (fovitsiáris)
|
coward, shy, wimp, yellow, φόβος, χέστης, χεζάς
|
7
|
ψωμάς (psomás)
|
αρτοποιός, αρτοπώλης, αρτοπώλισσα, φουρνάρισσα, φούρναρης, ψωμάδικο, ψωμί
|
6
|
-ας (-as)
|
επιδειξίας, κάγκουρας, κουράδας, μπασκίνας, ξερόλας, τρίχας
|
6
|
έξοχος (éxochos)
|
eminent, excellent, wonderful, worthy, εξόχως, υπέροχος
|
6
|
ανίκανος (aníkanos)
|
feckless, inept, αναρμόδιος, ανεπαρκής, επαρκής, ικανός
|
6
|
βλάβη (vlávi)
|
breakdown, harm, άβλαβος, αβλαβής, βλάπτω, επιβλαβής
|
6
|
εξαιρετικός (exairetikós)
|
exceptional, fine, great, γαμάτος, μεγάλος, υπέροχος
|
6
|
ζωο- (zoo-)
|
ζωή, ζωντόβολο, ζωώδης, ζώδιο, ζώο, πειραματόζωο
|
6
|
θεωρητικός (theoritikós)
|
abstract, theoretical, theoretician, ακαδημαϊκός, θεωρία, θεωρώ
|
6
|
καθορίζω (kathorízo)
|
determine, name, order, set, stipulate, όρος
|
6
|
καταραμένος (kataraménos)
|
accursed, cursed, damned, γαμημένος, κατάρα, μαλακισμένος
|
6
|
κραυγή (kravgí)
|
call, cry, scream, shout, κράζω, κραυγάζω
|
6
|
ουρλιάζω (ourliázo)
|
howl, scream, yell, γκρινιάζω, κραυγάζω, ωρύομαι
|
6
|
σαχλός (sachlós)
|
corny, insipid, schmaltzy, silly, soppy, σαχλαμάρα
|
6
|
συμ- (sym-)
|
Appendix:Greek prefixes, συμπλέω, συμπολεμίστρια, συμπολεμιστής, συμφύομαι, συν-
|
6
|
τηλεθεαματικότητα (tiletheamatikótita)
|
viewership, ακροαματικότητα, αναγνωσιμότητα, θεαματικότητα, τηλε-, τηλεθέαση
|
6
|
τρομοκρατώ (tromokrató)
|
terrify, terrorise, terrorize, τρομοκράτης, τρομοκρατία, τρόμος
|
6
|
υβριστικός (yvristikós)
|
derogatory, βρίζω, βρισίδι, βρισιά, ύβρις, ὑβριστικός
|
6
|
φανταστικά (fantastiká)
|
απαίσια, γαμάτα, εκπληκτικά, τέλεια, υπέροχα, υπερόχως
|
6
|
φθορά (fthorá)
|
attrition, corrosion, dilapidation, fatigue, δολιοφθορά, φθορά
|
6
|
χάραμα (chárama)
|
ανατολή, αυγή, ξημέρωμα, σούρουπο, χαράζει, χαράζω
|
6
|
ωφέλεια (oféleia)
|
benefit, κέρδος, ωφελούμαι, ωφελώ, όφελος, ὠφέλεια
|
5
|
-άκος (-ákos)
|
-άρας, -αράς, γαϊδαράκος, γκομενάκος, εμποράκος
|
5
|
-α (-a)
|
ενάντια, μπομπότα, ξενοδόχα, τρυγόνα, χοντροκώλα
|
5
|
-αρος (-aros)
|
-άκι, -άρα, -άρας, -αράς, μούναρος
|
5
|
-ιμος (-imos)
|
βάσιμος, γνώριμος, μόνιμος, νόμιμος, χρήσιμος
|
5
|
-ση (-si)
|
αναζωογόνηση, απογοήτευση, γενίκευση, ενημέρωση, συνεννόηση
|
5
|
-τής (-tís)
|
ακροατής, δικαστής, εκμισθωτής, ενοικιαστής, θηριοδαμαστής
|
5
|
grc
|
δραπέτης, εννοώ, μεθυσμένος, Ἀνακτορία, Ἀνακτόριος
|
5
|
m
|
-ης, ενοικιαστής, περιοδικό, συγκρουόμενο αυτοκινητάκι, χάος
|
5
|
Σαλονίκη (Saloníki)
|
Selanik, Sãrunã, Thessaloniki, Θεσσαλονίκη, سالونيك
|
5
|
άτονος (átonos)
|
flat, languorous, listless, tepid, νεκρός
|
5
|
άυλος (áylos)
|
disembodied, ghostly, incorporeal, intangible, ύλη
|
5
|
άφθονος (áfthonos)
|
affluent, fat, lavish, λίγος, λιγοστός
|
5
|
έτσι κι αλλιώς (étsi ki alliós)
|
anyway, one way or another, έτσι, ούτως ή άλλως, όπως και να έχει
|
5
|
αποκηρύσσω (apokirýsso)
|
abandon, disown, forsake, recant, repudiate
|
5
|
αποκοπή (apokopí)
|
apocope, cut, severance, truncation, ἀποκοπή
|
5
|
απόσταγμα (apóstagma)
|
abstract, distillation, αποστάζω, στάζω, σταγόνα
|
5
|
αφορισμός (aforismós)
|
aphorism, excommunication, ανάθεμα, όρος, ἀφορισμός
|
5
|
αψύς (apsýs)
|
acrid, pungent, sharp, spicy, tangy
|
5
|
βλαβερός (vlaverós)
|
άκακος, αβλαβής, ακίνδυνος, βλάπτω, επιβλαβής
|
5
|
γυαλίζω (gyalízo)
|
polish, sheen, αγυάλιστος, γυαλί, γυαλιστερός
|
5
|
γόνος (gónos)
|
fry, απόγονος, γένος, πρωτόγονος, υδρογόνο
|
5
|
διαγράφω (diagráfo)
|
black out, cancel, delete, strike, uninstall
|
5
|
διαυγής (diavgís)
|
clear, translucent, αθόλωτος, διαφανής, διαύγεια
|
5
|
διοίκηση (dioíkisi)
|
command, management, regime, διοίκησις, μάνατζμεντ
|
5
|
εκπλήσσω (ekplísso)
|
amaze, astonish, surprise, έκπληξη, αιφνιδιάζω
|
5
|
εκπληκτικός (ekpliktikós)
|
amazing, surprising, wonderful, γαμάτος, υπέροχος
|
5
|
ενεργούμενο (energoúmeno)
|
energumen, instrument, pawn, tool, ενεργούμενος
|
5
|
επιζήμιος (epizímios)
|
baneful, inimical, άκακος, αβλαβής, ακίνδυνος
|
5
|
εύθυμος (éfthymos)
|
gay, Ευθυμία, άκεφος, ευθυμία, κεφάτος
|
5
|
ζευγάρωμα (zevgároma)
|
coupling, mating, sexual intercourse, ζευγάρι, συνουσία
|
5
|
θανατηφόρος (thanatifóros)
|
-φόρος, baneful, killer, lethal, pernicious
|
5
|
ιδιότροπος (idiótropos)
|
fussy, wayward, ανάποδος, δύσκολος, παράξενος
|
5
|
ικετεύω (iketévo)
|
beg, beseech, implore, supplicate, treat
|
5
|
ισχυρογνωμοσύνη (ischyrognomosýni)
|
obduracy, obstinacy, stubbornness, γινάτι, πείσμα
|
5
|
καίτοι (kaítoi)
|
albeit, but, though, while, αν και
|
5
|
κακομαθημένος (kakomathiménos)
|
spoiled, spoilt, καλομαθημένος, μαθαίνω, μαθημένος
|
5
|
κακομοίρης (kakomoíris)
|
poor, καημένος, καλομοίρης, μοίρα, ταλαίπωρος
|
5
|
καλομαθαίνω (kalomathaíno)
|
coddle, indulge, pamper, spoil, μαθαίνω
|
5
|
κατάπληξη (katáplixi)
|
amazement, astonishment, awe, disbelief, καταπληκτικός
|
5
|
καταγωγή (katagogí)
|
ancestry, background, birth, line, origin
|
5
|
καταδέχομαι (katadéchomai)
|
condescend, deign, ακατάδεχτος, ακαταδεξία, δέχομαι
|
5
|
κατακάθι (katakáthi)
|
dreg, grounds, καφεμαντεία, καφετζού, τεϊομαντεία
|
5
|
καταπλήσσω (kataplísso)
|
amaze, astound, awe, flabbergast, καταπληκτικός
|
5
|
κοσμικός (kosmikós)
|
cosmic, mundane, secular, worldly, κόσμος
|
5
|
λαχταρώ (lachtaró)
|
ache for, hunger, itch, long, yearn
|
5
|
μαντεία (manteía)
|
divination, καφεμαντεία, νεκρομαντεία, τεϊομαντεία, χαρτομαντεία
|
5
|
μειωτικός (meiotikós)
|
derogatory, diminutive, disparaging, meiotic, pejorative
|
5
|
μελαγχολία (melancholía)
|
gloom, melancholy, melancolie, milanculii, მელანქოლია
|
5
|
μηνάω (mináo)
|
αμήνυτος, διαμηνύω, μήνυμα, μηνύω, προμηνύω
|
5
|
μπολιάζω (boliázo)
|
κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό, κουτσομπόλα, κουτσομπόλης, μπόλι
|
5
|
ξεχείλισμα (xecheílisma)
|
outpouring, overflow, ξεχειλίζω, υπερχείλιση, χείλος
|
5
|
παράκαμψη (parákampsi)
|
bypass, detour, diversion, shortcut, παρακάμπτω
|
5
|
παρωνύμιο (paronýmio)
|
cognomen, επωνυμία, παρατσούκλι, πατρωνυμικός, όνομα
|
5
|
πενία (penía)
|
indigence, penury, ένδεια, αδεκαρία, φτώχια
|
5
|
περικοπή (perikopí)
|
citation, passage, pericope, quote, truncation
|
5
|
πληγή (pligí)
|
pest, plague, sore, wound, πλήττω
|
5
|
ποθώ (pothó)
|
desire, hunger, love, lust, θέλω
|
5
|
πρόνοια (prónoia)
|
foresight, pronoia, providence, welfare, προσοχή
|
5
|
πρόστυχος (próstychos)
|
ignoble, lewd, nasty, vile, vulgar
|
5
|
πυγή (pygí)
|
έδρα, κωλοτρυπίδα, κώλος, πηγή, πρωκτός
|
5
|
ρύθμιση (rýthmisi)
|
adjustment, disposition, mode, regulation, έλεγχος
|
5
|
σαφής (safís)
|
definite, explicit, perspicuous, unambiguous, unequivocal
|
5
|
σεβαστός (sevastós)
|
Sevastopol, ευσέβαστος, σέβας, σέβομαι, σεβασμός
|
5
|
σελήνη (selíni)
|
Moon, moon, ημισέληνος, σεληνάκατος, φεγγάρι
|
5
|
στύλος (stýlos)
|
pillar, post, shaft, stanchion, style
|
5
|
συνεπώς (synepós)
|
consequently, άρα, επομένως, συνεπής, ώστε
|
5
|
συντηρητικός (syntiritikós)
|
conservative, preservative, right, ακροδεξιός, συντηρώ
|
5
|
σόφισμα (sófisma)
|
sophism, sophistry, σοφία, σοφός, σόφισμα
|
5
|
σύγχυση (sýnchysi)
|
bewilderment, clutter, confusion, obfuscation, perplexity
|
5
|
τέχνασμα (téchnasma)
|
device, subterfuge, wile, απάτη, κομπίνα
|
5
|
τιποτένιος (tipoténios)
|
nobody, paltry, trivial, worthless, τίποτε
|
5
|
τρομακτικός (tromaktikós)
|
dreadful, fearful, frightening, τρομερός, τρόμος
|
5
|
φλαμούρι (flamoúri)
|
ash, basswood, flamma, linden, فلامور
|
5
|
φοβισμένος (fovisménos)
|
fearful, scared, έντρομος, τρομαγμένος, φόβος
|
5
|
φρικτός (friktós)
|
awful, gruesome, terrible, απαίσιος, υπέροχος
|
5
|
χαραυγή (charavgí)
|
ανατολή, αυγή, σούρουπο, χαράζει, χαράζω
|
5
|
χυδαίος (chydaíos)
|
vile, vulgar, vulgarian, αγενής, χυδαῖος
|
4
|
-άκιας (-ákias)
|
γυαλάκιας, κορτάκιας, ματάκιας, πρεζάκιας
|
4
|
-ίδι (-ídi)
|
βρισίδι, κοψίδι, πριονίδι, τσιτσίδι
|
4
|
-ι (-i)
|
γκεσέμι, κεσέμι, λιμάνι, παραθύρι
|
4
|
-ικος (-ikos)
|
-άτικος, -ιάτικος, μπόλικος, τσακώνικος
|
4
|
-ινός (-inós)
|
καλοκαιρινός, κοντινός, πισινός, φθινοπωρινός
|
4
|
-λόγος (-lógos)
|
-ist, -logist, απολογία, ψυχολόγος
|
4
|
-μάρα (-mára)
|
κουταμάρα, σαχλαμάρα, σηκωμάρα, χαζομάρα
|
4
|
-πόδαρο (-pódaro)
|
βατραχοπόδαρο, καρεκλοπόδαρο, λαγοπόδαρο, ξυλοπόδαρο
|
4
|
-της (-tis)
|
αναγνώστης, απεργοσπάστης, ουρανοξύστης, πυκνωτής
|
4
|
Ιερεμίας (Ieremías)
|
Jeremiah, ירמיה, Ἰερεμίας, Ἱερεμίας
|
4
|
Κούλα (Koúla)
|
Άγγελος, Βάσω, Βίκυ, Βασιλική
|
4
|
Μέλισσα (Mélissa)
|
Melis, Melisa, Melissa, Μέλισσα
|
4
|
άφυλος (áfylos)
|
aracial, asexual, neuter, neutral
|
4
|
έλασμα (élasma)
|
foil, lamina, plate, ἔλασμα
|
4
|
έμπειρος (émpeiros)
|
experienced, expert, sophisticated, ἔμπειρος
|
4
|
έμπνευση (émpnefsi)
|
afflatus, inspiration, εμπνέω, εμπνευσμένος
|
4
|
έφοδος (éfodos)
|
attack, dash, raid, storm
|
4
|
ήπιος (ípios)
|
bland, mild, smooth, ἤπιος
|
4
|
ίδρυση (ídrysi)
|
establishment, foundation, ιδρύω, καθιδρύω
|
4
|
ανέχεια (anécheia)
|
penury, ένδεια, αδεκαρία, φτώχια
|
4
|
αναψυχή (anapsychí)
|
amusement, diversion, pastime, recreation
|
4
|
αντίπαλος (antípalos)
|
adversary, contender, contestant, opponent
|
4
|
απευχή (apefchí)
|
απεύχομαι, ευχή, εύχομαι, προσευχή
|
4
|
αποδέκτης (apodéktis)
|
addressee, receiver, receptacle, recipient
|
4
|
αποσάθρωση (aposáthrosi)
|
corrosion, degradation, αποσαθρώνομαι, αποσαθρώνω
|
4
|
αποχαιρετισμός (apochairetismós)
|
adieu, farewell, goodbye, υποδοχή
|
4
|
απόγειο (apógeio)
|
acme, apex, apogee, αθέρας
|
4
|
απόθεμα (apóthema)
|
fund, hoard, stock, store
|
4
|
απόκρουση (apókrousi)
|
answer, save, αποκρουστικός, αποκρούω
|
4
|
αρμός (armós)
|
arm, joint, union, ἁρμός
|
4
|
ασαφής (asafís)
|
abstruse, fuzzy, intangible, vague
|
4
|
αταίριαστος (ataíriastos)
|
incongruous, ασυμβίβαστος, ταίρι, ταιριάζω
|
4
|
αφηγούμαι (afigoúmai)
|
rehearse, αφήγηση, αφηγήτρια, αφηγητής
|
4
|
αφρίζω (afrízo)
|
effervesce, fizz, foam, froth
|
4
|
βραχύς (vrachýs)
|
brief, βραχυπρόθεσμος, βραχύχρονος, κοντός
|
4
|
γενεαλογία (genealogía)
|
ancestry, lineage, γένος, γενεαλογία
|
4
|
γενναιότητα (gennaiótita)
|
courage, fortitude, θάρρος, κουράγιο
|
4
|
γνήσιος (gnísios)
|
genuine, legitimate, ακίβδηλος, αυθεντικός
|
4
|
γοητευμένος (goïtevménos)
|
charmed, αγοήτευτος, γοητεία, γοητεύω
|
4
|
γυάλα (gyála)
|
jar, γυαλί, δοχείο, θερμοκοιτίδα
|
4
|
δειλός (deilós)
|
coward, cowardly, yellow, θαρραλέος
|
4
|
διάκος (diákos)
|
dijak, diák, đak, ђак
|
4
|
διάφραγμα (diáfragma)
|
septum, shutter, φράζω, диафрагма
|
4
|
διαβιβάζω (diavivázo)
|
shuttle, διαβάζω, διαμηνύω, παραγγέλλω
|
4
|
διαβολάκι (diavoláki)
|
imp, pickle, urchin, διάβολος
|
4
|
διασκευή (diaskeví)
|
cover version, remix, revision, διασκευάζω
|
4
|
διεισδύω (dieisdýo)
|
infiltrate, percolate, pierce, δύω
|
4
|
διερμηνεύω (dierminévo)
|
interpret, διερμηνέας, διερμηνευτής, διερμηνεύτρια
|
4
|
διευκολύνω (diefkolýno)
|
ease, expedite, facilitate, εύκολος
|
4
|
διορθώνω (diorthóno)
|
correct, fix, retrieve, διόρθωση
|
4
|
δισταγμός (distagmós)
|
hesitation, indecision, αναποφασιστικότητα, διστακτικός
|
4
|
δυσ- (dys-)
|
Appendix:Greek prefixes, δυσκοίλιος, δυσκρασία, εύκολος
|
4
|
ειλικρίνεια (eilikríneia)
|
candor, earnestness, veracity, ειλικρινής
|
4
|
εισαγωγικός (eisagogikós)
|
introductory, εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγικά
|
4
|
εκλεκτός (eklektós)
|
elect, fine, prime, the one
|
4
|
εμπρόσθιος (emprósthios)
|
Appendix:Greek vocabulary/Motoring, forward, front, εμπρός
|
4
|
ενημερώνω (enimeróno)
|
brief, keep someone posted, update, ενημέρωση
|
4
|
εντυπωσιάζω (entyposiázo)
|
impress, strike, εντυπωσιακός, εντύπωση
|
4
|
εξαντλώ (exantló)
|
wear out, ξεκωλιάζω, ξεκωλώνω, στραγγίζω
|
4
|
εξοργίζω (exorgízo)
|
exasperate, infuriate, provoke, θυμώνω
|
4
|
επανάληψη (epanálipsi)
|
epanalepsis, repetition, επαναλαμβάνω, επανειλημμένος
|
4
|
επενδύω (ependýo)
|
δύω, επένδυση, επενδυτής, επενδύτης
|
4
|
επιδεξιότητα (epidexiótita)
|
ability, adroitness, dexterity, skill
|
4
|
επιμελής (epimelís)
|
assiduous, careful, meticulous, mindful
|
4
|
επιούσιος (epioúsios)
|
daily bread, living, ουσία, ἐπιούσιος
|
4
|
επιστασία (epistasía)
|
supervision, επιβλέπω, επιστάτης, επιστάτρια
|
4
|
επιτομή (epitomí)
|
abstract, compendium, digest, epitome
|
4
|
εργατικός (ergatikós)
|
assiduous, έργο, εργατικότητα, νωθρός
|
4
|
ερημίτης (erimítis)
|
hermit, loner, recluse, έρημος
|
4
|
ετερο- (etero-)
|
Appendix:Greek prefixes, hetero-, ετεροφυλόφιλος, ἕτερος
|
4
|
ευνουχίζω (evnouchízo)
|
castrate, neuter, ευνουχισμός, στειρώνω
|
4
|
ευχέτης (efchétis)
|
ευχή, ευχετήριος, ευχετικός, εύχομαι
|
4
|
ευωχία (evochía)
|
banquet, feast, glee, wassail
|
4
|
εχεμύθεια (echemýtheia)
|
discretion, reticence, secrecy, taciturnity
|
4
|
εύγε (évge)
|
way to go, well done, αίσχος, ντροπή
|
4
|
ζημία (zimía)
|
damage, injury, κέρδος, όφελος
|
4
|
ζωντάνια (zontánia)
|
liveliness, vitality, ζωή, ζωντανός
|
4
|
ζωντανό (zontanó)
|
ζωή, ζωντανός, ζωντόβολο, ζώο
|
4
|
θα ήθελα (tha íthela)
|
Appendix:Greek phrasebook/Shopping, would like, ήθελα, θέλω
|
4
|
θαλασσοπούλι (thalassopoúli)
|
seabird, γλαροπούλι, θάλασσα, πουλί
|
4
|
θαλασσόλυκος (thalassólykos)
|
salt/translations, seadog, θάλασσα, λύκος
|
4
|
θλιβερός (thliverós)
|
bleak, pathetic, θλίψη, θλιμμένος
|
4
|
ιπποδρόμιο (ippodrómio)
|
hippodrome, racecourse, racetrack, turf
|
4
|
κάνναβη (kánnavi)
|
cannabis, cãnavi, hemp, κάνναβις
|
4
|
κάφρος (káfros)
|
kaffir, philistine, κόπανος, كافر
|
4
|
καθυστερημένος (kathysteriménos)
|
moron, retard, slow, βλαμμένος
|
4
|
κακία (kakía)
|
malice, αφορμή, γινάτι, κακός
|
4
|
κακομαθαίνω (kakomathaíno)
|
indulge, pamper, spoil, μαθαίνω
|
4
|
κακόκεφος (kakókefos)
|
άκεφος, κέφι, κακοκεφιά, κεφάτος
|
4
|
καλο- (kalo-)
|
Appendix:Greek prefixes, καλομάνα, καλομαθημένος, καλομοίρης
|
4
|
κατεβάζω (katevázo)
|
download, lower, ανεβάζω, βάζω
|
4
|
κατορθώνω (katorthóno)
|
achieve, attain, manage, κατόρθωμα
|
4
|
καυστικός (kafstikós)
|
acid, caustic, mordant, pungent
|
4
|
κοινότοπος (koinótopos)
|
hackneyed, mundane, prosaic, trite
|
4
|
κοκκινίζω (kokkinízo)
|
blush, brown, color, χρωματίζω
|
4
|
κουρσεύω (koursévo)
|
pillage, pirate, plunder, sack
|
4
|
κουτάκι (koutáki)
|
box, δοχείο, κιβώτιο, κουτί
|
4
|
κριτής (kritís)
|
critic, judge, referee, κριτής
|
4
|
κωδικοποίηση (kodikopoíisi)
|
codification, encoding, κωδικοποιώ, χαρακτήρας
|
4
|
κόλληση (kóllisi)
|
κολλώ, κόλλα, κόλλημα, οξυγονοκόλληση
|
4
|
κώνος (kónos)
|
Zirbeldrüse, cone, κῶνος, χωνί
|
4
|
λαβίδα (lavída)
|
forceps, tweezers, μασιά, τσιμπίδα
|
4
|
λανθασμένος (lanthasménos)
|
wrong, λάθος, λανθασμένα, λανθασμένως
|
4
|
λαχτάρα (lachtára)
|
craving, hunger, itch, επιθυμία
|
4
|
λεηλατώ (leïlató)
|
loot, pillage, plunder, sack
|
4
|
λογοδιάρροια (logodiárroia)
|
logorrhea, verbal diarrhea, διάρροια, διαρρέω
|
4
|
μήνυση (mínysi)
|
lawsuit, αμήνυτος, μήνυμα, μηνύω
|
4
|
μαινόμενος (mainómenos)
|
furious, livid, rabid, μανία
|
4
|
μεσο- (meso-)
|
Appendix:Greek prefixes, meso-, μέσα, μέσο
|
4
|
μεσολαβώ (mesolavó)
|
intercede, intermediate, intervene, mediate
|
4
|
μεταμορφώνω (metamorfóno)
|
transform, turn into, μεταμορφόω, μεταμόρφωση
|
4
|
μετανιωμένος (metanioménos)
|
regretful, repentant, αμεταμέλητος, αμετανόητος
|
4
|
μοιχεύω (moichévo)
|
απατώ, βάζω κέρατα, κερατώνω, φοράω κέρατα
|
4
|
μπροστινός (brostinós)
|
forward, front, διπλανός, μπροστά
|
4
|
μυρώνω (myróno)
|
anoint, mirosi, njurzescu, μυρωμένος
|
4
|
νήπιο (nípio)
|
baby, infant, toddler, μωρό
|
4
|
νταηλίκι (ntaïlíki)
|
bravado, bullying, μαγκιά, τσαμπουκάς
|
4
|
ξαφνιάζω (xafniázo)
|
startle, surprise, take aback, αιφνιδιάζω
|
4
|
ξεδιαλύνω (xedialýno)
|
riddle, διαλύω, λύνω, ξελύνω
|
4
|
ξεπερασμένος (xeperasménos)
|
obsolete, outdated, rusty, αραχνιασμένος
|
4
|
ονειροπόλος (oneiropólos)
|
daydreamer, dreamer, αιθεροβάτης, όνειρο
|
4
|
οπλισμός (oplismós)
|
armor, armour, key signature, weaponry
|
4
|
ουράνωση (ouránosi)
|
palatalization, ουρανικοποίηση, ουρανικός, υπερωικοποίηση
|
4
|
πάντως (pántos)
|
after all, anyway, at any rate, in any case
|
4
|
παλιόπαιδο (paliópaido)
|
brat, urchin, κωλόπαιδο, σκατόπαιδο
|
4
|
παράλυση (parálysi)
|
palsy, paralysis, παράλυσις, παραλύω
|
4
|
παραμάνα (paramána)
|
nurse, safety pin, wet nurse, βαβά
|
4
|
παρανόμι (paranómi)
|
cognomen, handle, επωνυμία, παρατσούκλι
|
4
|
παρατήρηση (paratírisi)
|
comment, note, notice, rebuke
|
4
|
παύση (páfsi)
|
hiatus, rest, παυσίπονο, παῦσις
|
4
|
πικάντικος (pikántikos)
|
hot, spicy, tangy, αλμυρός
|
4
|
πλακίδιο (plakídio)
|
bar, slate, tablet, tile
|
4
|
πληκτικός (pliktikós)
|
boring, plicticos, plictisi, ανιαρός
|
4
|
πλοίαρχος (ploíarchos)
|
captain, master, εμποροπλοίαρχος, πλέω
|
4
|
πνίξιμο (pníximo)
|
choking, drowning, suffocation, πνίγω
|
4
|
πολυμαθής (polymathís)
|
erudite, learned, polymath, μαθαίνω
|
4
|
πορθμός (porthmós)
|
fyrd, sound, strait, thoroughfare
|
4
|
προαναφερθείς (proanafertheís)
|
above-mentioned, abovesaid, aforementioned, aforesaid
|
4
|
προζύμι (prozými)
|
sourdough, άζυμος, ζύμη, μαγιά
|
4
|
προικισμένος (proikisménos)
|
talented, well-endowed, ατάλαντος, ταλαντούχος
|
4
|
προσαρμογή (prosarmogí)
|
adaptation, adjustment, mode, orientation
|
4
|
προσβάλλω (prosvállo)
|
affect, insult, outrage, προσβολή
|
4
|
προσδοκία (prosdokía)
|
expectancy, expectation, προσδοκώ, προσδοκώμαι
|
4
|
προσευχητάριο (prosefchitário)
|
prayer book, εύχομαι, προσευχή, προσεύχομαι
|
4
|
πρόσκληση (prósklisi)
|
call, encore, invitation, invite
|
4
|
πυθμένας (pythménas)
|
bed, bottom, floor, πυθμήν
|
4
|
πόθος (póthos)
|
craving, desire, hunger, πόθος
|
4
|
ρήγμα (rígma)
|
chasm, crack, split, χάσμα
|
4
|
ρευστός (refstós)
|
fluent, volatile, ρέω, χρήμα
|
4
|
σαΐτα (saḯta)
|
arrow, shuttle, κερκίδα, τόξο
|
4
|
σαθρός (sathrós)
|
rickety, rotten, κλούβιος, σάπιος
|
4
|
σατανικός (satanikós)
|
satanic, Σατανάς, κακός, σατανισμός
|
4
|
σεντούκι (sentoúki)
|
chest, coffer, trunk, صندوق
|
4
|
σκαλιστήρι (skalistíri)
|
cultivator, ακουμπιστήρι, αξίνα, σκαλίζω
|
4
|
σκιάζω (skiázo)
|
cloud, shadow, σκιάχτρο, τρομάζω
|
4
|
σοφιστεία (sofisteía)
|
sophism, sophistry, σοφία, σοφός
|
4
|
σπιτονοικοκύρης (spitonoikokýris)
|
landlord, εκμισθωτής, ενοικιαστής, σπίτι
|
4
|
στάλα (stála)
|
bead, dash, raindrop, ενσταλάζω
|
4
|
στήνω (stíno)
|
fix, pitch, rig, set
|
4
|
σταυρόνημα (stavrónima)
|
crosshair, crosshairs, reticle, σταυρός
|
4
|
σταυρώνω (stavróno)
|
cross, crucify, σταυρός, σταύρωση
|
4
|
στειρωτικός (steirotikós)
|
στείρος, στείρωση, στειρότητα, στειρώνω
|
4
|
στενοχώρια (stenochória)
|
θλίψη, μπελάς, στενοχωρώ, φασαρία
|
4
|
συκοφαντία (sykofantía)
|
defamation, slander, συκοφάντης, φαντάζω
|
4
|
συκοφαντώ (sykofantó)
|
defame, slander, συκοφάντης, φαντάζω
|
4
|
συνέδριο (synédrio)
|
colloquium, conference, congress, συνέδριον
|
4
|
συναγωνισμός (synagonismós)
|
competition, contest, rivalry, άμιλλα
|
4
|
συναδελφικότητα (synadelfikótita)
|
camaraderie, comradeship, fellowship, solidarity
|
4
|
συντριβή (syntriví)
|
destruction, devastation, distress, grief
|
4
|
συνωμοτώ (synomotó)
|
collude, connive, conspire, συνωμοσία
|
4
|
σφάζω (sfázo)
|
butcher, slaughter, σφάξιμο, σφαγή
|
4
|
σφουγγάρι (sfoungári)
|
sponge, sünger, σπόγγος, σφουγγαρόπανο
|
4
|
σχολαστικός (scholastikós)
|
fussy, pedant, pedantic, punctilious
|
4
|
σύζευξη (sýzefxi)
|
conjugation, conjunction, coupling, union
|
4
|
σύνορο (sýnoro)
|
boundary, frontier, limit, όρος
|
4
|
τήκω (tíko)
|
fuse, melt, λιώνω, χύνω
|
4
|
ταξινόμηση (taxinómisi)
|
breakdown, categorization, classification, taxonomy
|
4
|
ταπεινός (tapeinós)
|
base, meek, modest, ταπεινότητα
|
4
|
ταραχή (tarachí)
|
disorder, trouble, turmoil, ταράζω
|
4
|
τρι- (tri-)
|
Appendix:Greek prefixes, τρικάταρτο, ψήφος, ψηφίο
|
4
|
τριάδα (triáda)
|
leash, trinity, τρία, τρίο
|
4
|
τρομοκρατικός (tromokratikós)
|
terrorist, τρομοκράτης, τρομοκρατία, τρόμος
|
4
|
τρωγλοδύτης (troglodýtis)
|
troglodyte, wren, δύω, τρωγλοδύτης
|
4
|
τόμος (tómos)
|
book, tome, volume, ტომი
|
4
|
υπνωτικός (ypnotikós)
|
hypnotic, soporific, ηρεμιστικός, καταπραϋντικός
|
4
|
υποβάλλω (ypovállo)
|
subject, submit, καταθέτω, παρουσιάζω
|
4
|
υποδεικνύω (ypodeiknýo)
|
finger, recommend, δείχνω, υπόδειξη
|
4
|
υποστηρίζω (ypostirízo)
|
bolster, countenance, second, αλληλοϋποστηρίζομαι
|
4
|
υποφέρω (ypoféro)
|
ache, anguish, suffer, χτικιάζω
|
4
|
φανατικός (fanatikós)
|
fanatic, fanatical, idolatrous, rabid
|
4
|
φθίση (fthísi)
|
consumption, φθίσις, φυματίωση, χτικιό
|
4
|
φλαμουριά (flamouriá)
|
ash tree, basswood, flamma, linden
|
4
|
φλασκί (flaskí)
|
flasco, flask, μπουκάλι, τσίτσα
|
4
|
φρουρός (frourós)
|
guard, soldier, watch, φρουρά
|
4
|
φρούριο (froúrio)
|
castle, fortress, stronghold, φρουρά
|
4
|
χαιρετίζω (chairetízo)
|
heretisanje, salute, χαίρω, χαιρετώ
|
4
|
χαχανητό (chachanitó)
|
snigger, χάχανο, χάχας, χαχανίζω
|
4
|
χειρίζομαι (cheirízomai)
|
treat, wield, χειρ, χειριστής
|
4
|
χειροπιαστός (cheiropiastós)
|
tangible, απτός, συγκεκριμένος, χειρ
|
4
|
χλοοτάπητας (chlootápitas)
|
turf, γκαζόν, γρασίδι, τάπητας
|
4
|
χρυσαλλίδα (chrysallída)
|
chrysalis, nymph, pupa, νύμφη
|
4
|
ωδή (odí)
|
ode, νυχτωδία, τραγούδι, ᾠδή
|
4
|
ωραιότατος (oraiótatos)
|
fairest, κακάσχημος, πάγκαλος, πανέμορφος
|
4
|
όνειδος (óneidos)
|
disgrace, αίσχος, ντροπή, ὄνειδος
|
3
|
-άρι (-ári)
|
-αράς, -αριά, κεφαλάρι
|
3
|
-άτος (-átos)
|
-άτικος, γαμάτος, κεφάτος
|
3
|
-ίτης (-ítis)
|
-ide, -ite, wine
|
3
|
-ούσα (-oúsa)
|
θεούσα, σαρανταποδαρούσα, χαμηλοβλεπούσα
|
3
|
-ς (-s)
|
-άρας, κετσές, μπαμπάς
|
3
|
-τήρας (-tíras)
|
-τήρ, αναπτήρας, εκχιονιστήρας
|
3
|
-τήρι (-tíri)
|
-τήριο, ακουμπιστήρι, ανοιχτήρι
|
3
|
-ψήφιος (-psífios)
|
μονο-, ψήφος, ψηφίο
|
3
|
-ώ (-ó)
|
αεροφωτογραφίζω, φωτογραφίζω, χρονολογώ
|
3
|
-ώδης (-ódis)
|
θορυβώδης, ιδεώδης, περιπετειώδης
|
3
|
Αλώπηξ (Alópix)
|
Vulpecula, αλώπηξ, ἀλώπηξ
|
3
|
Ανακρέων (Anakréon)
|
Anacreon, ανακρεόντειος, Ἀνακρέων
|
3
|
Ανατολή (Anatolí)
|
Anatoli, Anatolius, Анатолий
|
3
|
Αργείος (Argeíos)
|
Argive, Άργος, Ἀργεῖος
|
3
|
Αργώ (Argó)
|
Argo, Argo Navis, Ἀργώ
|
3
|
Αρμάνος (Armános)
|
Aromanian, Βλάχος, βλάχος
|
3
|
Αρταξέρξης (Artaxérxis)
|
Ahasuerus, Artaxerxes, Ἀρταξέρξης
|
3
|
Βύβλος (Vývlos)
|
Bible, Byblos, Βύβλος
|
3
|
Γαλιλαία (Galilaía)
|
Galilee, Γαλιλαία, גליל
|
3
|
Γολγοθάς (Golgothás)
|
Calvary, Golgotha, Γολγοθᾶ
|
3
|
Δαρείος (Dareíos)
|
Darius, Δαρεῖος, 𐎭𐎠𐎼𐎹𐎺𐎢𐏁
|
3
|
Εγκέλαδος (Egkélados)
|
Enceladus, earthquake, Ἐγκέλαδος
|
3
|
Ελληνική Δημοκρατία (Ellinikí Dimokratía)
|
Hellas, Hellenic Republic, Ελλάς
|
3
|
Ενετός (Enetós)
|
Βενετσιάνος, Ενετοκρατία, Ἐνετός
|
3
|
Επιμηθέας (Epimithéas)
|
Epimetheus, Προμηθέας, Ἐπιμηθεύς
|
3
|
Εστία (Estía)
|
Hestia, Vesta, Ἑστία
|
3
|
Ευσέβιος (Efsévios)
|
Eusebius, Εὐσέβιος, ευσεβής
|
3
|
Θεέ μου (Theé mou)
|
by God, oh dear, oh my God
|
3
|
Θεσσαλονικιά (Thessalonikiá)
|
Thessalonian, Θεσσαλονίκη, θεσσαλονικιώτικος
|
3
|
Θεσσαλονικιός (Thessalonikiós)
|
Thessalonian, Θεσσαλονίκη, θεσσαλονικιώτικος
|
3
|
Ιακώβ (Iakóv)
|
Jacob, James, Ἰακώβ
|
3
|
Ισραηλίτης (Israïlítis)
|
Jew, Εβραίος, Ιουδαίος
|
3
|
Ισραηλίτισσα (Israïlítissa)
|
Jew, Εβραία, Ιουδαία
|
3
|
Κέλσιος (Kélsios)
|
βαθμός Κέλβιν, βαθμός Κελσίου, κλίμακα Κελσίου
|
3
|
Καναδέζα (Kanadéza)
|
Canadian, Καναδάς, Καναδή
|
3
|
Καναδέζος (Kanadézos)
|
Canadian, Καναδάς, Καναδός
|
3
|
Κελσίου (Kelsíou)
|
βαθμός Κέλβιν, βαθμός Κελσίου, κλίμακα Κελσίου
|
3
|
Κνωσός (Knosós)
|
Knossos, Κνωσσός, Κνωσός
|
3
|
Λάτιο (Látio)
|
Latium, Lazio, Λάτιον
|
3
|
Λουδοβίκος (Loudovíkos)
|
Louis, Ludovicus, Լյուդովիկոս
|
3
|
Μασσαλιώτης (Massaliótis)
|
Marseillais, Μασσαλία, Μασσαλιώτης
|
3
|
Νεάπολη (Neápoli)
|
Naples, Neapoli, Νεάπολις
|
3
|
Ξέρξης (Xérxis)
|
Xerxes, Ξέρξης, 𐎧𐏁𐎹𐎠𐎼𐏁𐎠
|
3
|
Οφιούχος (Ofioúchos)
|
Ophiuchus, Όφις, όφις
|
3
|
Ρεβέκκα (Revékka)
|
Rebecca, Rebekah, Ῥεβέκκα
|
3
|
Σαλαμινία (Salaminía)
|
Κούλουρη, Σαλαμίνα, Σαλαμινία
|
3
|
Σκανδιναβία (Skandinavía)
|
Nordic countries, Scandinavia, Scandinavian Peninsula
|
3
|
Σουσάννα (Sousánna)
|
Susan, Susanna, Σουσάννα
|
3
|
Σοφία (Sofía)
|
Sophia, σοφία, σοφός
|
3
|
Σοφοκλής (Sofoklís)
|
Sophocles, Σοφοκλῆς, σοφός
|
3
|
Τσιγγάνοι (Tsingánoi)
|
zingaro, Αθίγγανοι, Ρομά
|
3
|
Τύρος (Týros)
|
Tyre, Τύρος, 𐤑𐤅𐤓
|
3
|
Υάκινθος (Yákinthos)
|
Hyacinth, Hyacinthus, Ὑάκινθος
|
3
|
Φάτα Μοργκάνα (Fáta Morgkána)
|
Fata Morgana, Morgan le Fay, fata Morgana
|
3
|
Φίλιπποι (Fílippoi)
|
Philippi, Φίλιπποι, Φίλιππος
|
3
|
Χάρος (Cháros)
|
Charon, death, Χάρων
|
3
|
άνεση (ánesi)
|
comfort, convenience, ἄνεσις
|
3
|
άνοστος (ánostos)
|
bland, insipid, άγλυκος
|
3
|
άνυσμα (ánysma)
|
vector, διάνυσμα, διανύω
|
3
|
άνωση (ánosi)
|
buoyancy, lift, upthrust
|
3
|
άφοβος (áfovos)
|
intrepid, undaunted, έντρομος
|
3
|
έγκυρος (égkyros)
|
εγ-, εγκυρότητα, ενημέρωση
|
3
|
έκνομος (éknomos)
|
extralegal, illegal, illicit
|
3
|
έκσταση (ékstasi)
|
ecstasy, στάση, ἔκστασις
|
3
|
έλξη (élxi)
|
appeal, attraction, έλκω
|
3
|
έμφυτος (émfytos)
|
immanent, inbred, innate
|
3
|
ένδειξη (éndeixi)
|
index, note, δείχνω
|
3
|
ένοικος (énoikos)
|
occupant, resident, tenant
|
3
|
ίζημα (ízima)
|
deposit, precipitate, ἵζημα
|
3
|
ίριδα (írida)
|
iris, ίρις, ιριδίζω
|
3
|
αγκυλωματιά (agkylomatiá)
|
αγκυλώνω, αγκύλι, αγκύλωμα
|
3
|
αγχωμένος (anchoménos)
|
anxious, nervous, άγχος
|
3
|
αιρώ (airó)
|
αναιρώ, αφαιρώ, διαιρώ
|
3
|
ακαθίδρυτος (akathídrytos)
|
εγκαθιδρύω, επανιδρύω, ιδρύω
|
3
|
αλατώδης (alatódis)
|
saline, salt, salty
|
3
|
ανέλκυση (anélkysi)
|
έλκω, ανελκυστήρας, ανελκύω
|
3
|
ανία (anía)
|
boredom, tedium, ανιαρός
|
3
|
αναστήλωση (anastílosi)
|
reconstruction, restoration, αναστηλώνω
|
3
|
ανατροπή (anatropí)
|
overthrow, subversion, ἀνατροπή
|
3
|
αναχωρητής (anachoritís)
|
anchorite, recluse, αναχώρηση
|
3
|
ανδρείος (andreíos)
|
gallant, valiant, θαρραλέος
|
3
|
ανερχόμενος (anerchómenos)
|
up-and-coming, ανέρχομαι, ερχόμενος
|
3
|
ανθυγιεινός (anthygieinós)
|
insalubrious, unhealthy, υγεία
|
3
|
ανθυποπλοίαρχος (anthypoploíarchos)
|
lieutenant, lieutenant junior grade, sub-lieutenant
|
3
|
ανθυποσμηναγός (anthyposminagós)
|
lieutenant, pilot officer, second lieutenant
|
3
|
ανικανότητα (anikanótita)
|
disqualification, ανεπάρκεια, επάρκεια
|
3
|
ανοιγμένος (anoigménos)
|
αναμμένος, κεκλεισμένος, κλεισμένος
|
3
|
αντίφαση (antífasi)
|
contradiction, paradox, αντιφάσκω
|
3
|
αντιστοιχώ (antistoichó)
|
correspond, αντίστοιχος, ανταποκρίνομαι
|
3
|
ανυπόδητος (anypóditos)
|
barefoot, ξυπόλυτος, ἀνυπόδητος
|
3
|
ανυπόφορος (anypóforos)
|
unbearable, αβίωτος, αφόρητος
|
3
|
ανύπαρκτος (anýparktos)
|
absent, unreal, υπάρχω
|
3
|
αξιολογώ (axiologó)
|
assess, criticise, evaluate
|
3
|
απήδηχτος (apídichtos)
|
αγάμητος, ακαλαφάτιστος, γαμημένος
|
3
|
απίστευτος (apísteftos)
|
amazing, incredible, incredulous
|
3
|
απεσταγμένος (apestagménos)
|
αποστάζω, στάζω, σταγόνα
|
3
|
απεσταλμένος (apestalménos)
|
delegate, emissary, legate
|
3
|
αποδεκτός (apodektós)
|
acceptable, ανορθόδοξος, παραδεκτός
|
3
|
αποθάρρυνση (apothárrynsi)
|
damp, discouragement, gloom
|
3
|
αποκλεισμός (apokleismós)
|
blockade, αποκλείω, αποκλεισμένος
|
3
|
αποπειρώμαι (apopeirómai)
|
attempt, endeavor, essay
|
3
|
αποπομπή (apopompí)
|
ouster, εκπαραθύρωση, πομπή
|
3
|
αποσχίζομαι (aposchízomai)
|
secede, αποχωρώ, σκίζω
|
3
|
αποτροπή (apotropí)
|
deterrence, prevention, ἀποτροπή
|
3
|
αποφλοιώνω (apofloióno)
|
bark, hull, peel
|
3
|
απρέπεια (aprépeia)
|
impertinence, γαϊδουριά, πουστιά
|
3
|
απωθητικός (apothitikós)
|
αηδής, αηδιαστικός, ελκυστικός
|
3
|
απόκρημνος (apókrimnos)
|
abrupt, precipitate, γκρεμός
|
3
|
απόφθεγμα (apófthegma)
|
apothegm, saw, saying
|
3
|
απύθμενος (apýthmenos)
|
abysmal, abyssal, ξέκωλος
|
3
|
αραιοϋφασμένος (araioÿfasménos)
|
αγανός, αραιός, κρουστός
|
3
|
αργυρός (argyrós)
|
argent, silver, άργυρος
|
3
|
αρθρώνω (arthróno)
|
articulate, pronounce, utter
|
3
|
αριστοκρατικότητα (aristokratikótita)
|
nobility, αριστοκράτης, αριστοκρατία
|
3
|
αρχέγονος (archégonos)
|
primeval, primordial, απόγονος
|
3
|
αστραπιαίος (astrapiaíos)
|
lightning, lightning fast, αστραπή
|
3
|
ασυγκράτητος (asygkrátitos)
|
rampant, unrestrained, θυελλώδης
|
3
|
ασυνάρτητος (asynártitos)
|
discursive, incoherent, ανακόλουθος
|
3
|
ασυνέχεια (asynécheia)
|
discontinuity, incoherence, συνέχεια
|
3
|
ασώματος (asómatos)
|
bodiless, disincarnate, incorporeal
|
3
|
αυταπάτη (aftapáti)
|
delusion, self-deception, απάτη
|
3
|
αφαιρετέος (afairetéos)
|
αναφαίρετος, αφαιρώ, μειωτέος
|
3
|
αφετηρία (afetiría)
|
start, threshold, αφέτης
|
3
|
αφηγητικός (afigitikós)
|
αφήγηση, αφηγήτρια, αφηγητής
|
3
|
αφοδεύω (afodévo)
|
defecate, κάνω κακά, χέζω
|
3
|
αφομοιώνω (afomoióno)
|
absorb, assimilate, αφομοίωση
|
3
|
αφόδευση (afódefsi)
|
defecation, κατούρημα, χέσιμο
|
3
|
αφύσικος (afýsikos)
|
artificial, paranormal, unnatural
|
3
|
αχνός (achnós)
|
light, αμυδρός, θαμπός
|
3
|
αχόρταγος (achórtagos)
|
glutton, voracious, χορταίνω
|
3
|
αύρα (ávra)
|
aura, sea breeze, αὔρα
|
3
|
βαρίδι (varídi)
|
αντίβαρο, βάρος, βαρύτητα
|
3
|
βαρύαυλος (varýavlos)
|
φαγκοτίστα, φαγκοτίστας, φαγκότο
|
3
|
βδελυρός (vdelyrós)
|
αηδής, αηδιαστικός, βδέλυγμα
|
3
|
βεβηλώνω (vevilóno)
|
defile, desecrate, profane
|
3
|
βομβίνος (vomvínos)
|
bumblebee, βόμβος, μπάμπουρας
|
3
|
βοσκότοπος (voskótopos)
|
pasture, range, veld
|
3
|
βουνί (vouní)
|
ακροβούνι, βουνοκορφή, βουνό
|
3
|
βραχνός (vrachnós)
|
hoarse, husky, χοντρός
|
3
|
βρυσομάνα (vrysomána)
|
fountainhead, βρύση, πηγή
|
3
|
βρωμιάρης (vromiáris)
|
pig, κάθαρμα, καθίκι
|
3
|
βύνη (výni)
|
malt, βύνη, κριθάρι
|
3
|
γαλέα (galéa)
|
Appendix:Greek terms for watercraft, gálya, γαλέρα
|
3
|
γηρατειά (girateiá)
|
age, old age, γεράματα
|
3
|
γιγάντιος (gigántios)
|
γίγαντας, πελώριος, τεράστιος
|
3
|
γινόμενο (ginómeno)
|
cross, product, μειωτέος
|
3
|
γκρεμίζω (gkremízo)
|
precipitate, ανιδρύω, γκρεμός
|
3
|
γοητευτικός (goïteftikós)
|
enchanting, γοητεία, ελκυστικός
|
3
|
γραφειοκρατικός (grafeiokratikós)
|
bureaucratic, burocratic, clerical
|
3
|
δαγκάνα (dagkána)
|
Appendix:Greek vocabulary/Motoring, mandible, δαγκάνω
|
3
|
δασμολογώ (dasmologó)
|
tariff, αδασμολόγητος, δασμός
|
3
|
δεξιόστροφος (dexióstrofos)
|
clockwise, dextrorotatory, αριστερόστροφος
|
3
|
δερβίσης (dervísis)
|
Dervish, dervish, dlgwš
|
3
|
δεόντως (deóntos)
|
properly, δέω, δέων
|
3
|
δηκτικός (diktikós)
|
mordant, pungent, snarky
|
3
|
δηλ. (dil.)
|
i.e., viz., δηλαδή
|
3
|
δημαρχεύω (dimarchévo)
|
δήμαρχος, δημαρχία, δημαρχείο
|
3
|
δημιουργικός (dimiourgikós)
|
creative, δημιουργία, δημιουργός
|
3
|
δημοσιονομικός (dimosionomikós)
|
financial, fiscal, δήμος
|
3
|
διάβημα (diávima)
|
act, démarche, overture
|
3
|
διάσπαση (diáspasi)
|
chasm, decomposition, fission
|
3
|
διάταξη (diátaxi)
|
array, disposition, διάρθρωση
|
3
|
διαίσθηση (diaísthisi)
|
insight, intuition, διαισθάνομαι
|
3
|
διαγουμίζω (diagoumízo)
|
pillage, plunder, sack
|
3
|
διαγούμισμα (diagoúmisma)
|
pillage, plunder, sack
|
3
|
διαδίδω (diadído)
|
εξάγω, εξαγωγή, προϊόν
|
3
|
διαδοχικά (diadochiká)
|
in turn, successively, διαδοχικός
|
3
|
διαδοχική διερμηνεία (diadochikí diermineía)
|
consecutive interpretation, διαδοχικός, διερμηνεία
|
3
|
διαμαρτύρομαι (diamartýromai)
|
expostulate, protest, remonstrate
|
3
|
διαμόρφωση (diamórfosi)
|
modulation, διάρθρωση, μόρφωση
|
3
|
διαστρέφω (diastréfo)
|
belie, distort, garble
|
3
|
διασυνδέω (diasyndéo)
|
network, δέω, συνδέω
|
3
|
διαχείριση (diacheírisi)
|
administration, management, μάνατζμεντ
|
3
|
διαχρονικός (diachronikós)
|
diachronic, timeless, χρόνος
|
3
|
διερεύνηση (dierévnisi)
|
cross-examination, enquiry, investigation
|
3
|
διευθέτηση (diefthétisi)
|
adjustment, disposition, settlement
|
3
|
δικαιοδοσία (dikaiodosía)
|
jurisdiction, αναρμοδιότητα, αρμοδιότητα
|
3
|
διμερής (dimerís)
|
duplex, μονομερής, πολυμερής
|
3
|
διπλώνω (diplóno)
|
collapse, fold, δίπλωμα
|
3
|
διχειλικός (dicheilikós)
|
bilabial, χείλος, χειλοϋπερωικός
|
3
|
διχόνοια (dichónoia)
|
discord, division, faction
|
3
|
διψομανία (dipsomanía)
|
dipsomania, διψασμένος, μεθυσμένος
|
3
|
δοκησισοφία (dokisisofía)
|
pedantry, σοφία, σοφός
|
3
|
δριμύς (drimýs)
|
acid, acrid, pungent
|
3
|
δυσάρεστος (dysárestos)
|
unpleasant, ανεπιθύμητος, ενοχλητικός
|
3
|
δυσαρμονία (dysarmonía)
|
discord, disharmony, παραφωνία
|
3
|
δυσδιάκριτος (dysdiákritos)
|
dim, αμυδρός, ευδιάκριτος
|
3
|
δωροληψία (dorolipsía)
|
bribe, bribery, δώρο
|
3
|
δόλιος (dólios)
|
treacherous, underhanded, δολιοφθορά
|
3
|
δύσθυμος (dýsthymos)
|
άκεφος, δυσθυμία, κεφάτος
|
3
|
εγγεγραμμένος (engegramménos)
|
incircle, εγ-, εγγράφω
|
3
|
εγγράψιμος (engrápsimos)
|
cyclic, γράφω, εγγράφω
|
3
|
εγκληματικότητα (egklimatikótita)
|
crime, delinquency, έγκλημα
|
3
|
εδάφιο (edáfio)
|
citation, passage, verse
|
3
|
εισδύω (eisdýo)
|
δύω, παρεισέφρησα, παρεισφρέω
|
3
|
εκκαθάριση (ekkathárisi)
|
liquidation, purge, settlement
|
3
|
εκλιπών (eklipón)
|
deceased, departed, νεκρός
|
3
|
εκλογέας (eklogéas)
|
εκλέγω, ψηφοφορία, ψηφοφόρος
|
3
|
εκρήγνυμαι (ekrígnymai)
|
burst, go off, έκρηξη
|
3
|
εκροή (ekroḯ)
|
outflow, εισροή, εκρέω
|
3
|
εκτίμηση (ektímisi)
|
approximation, esteem, estimate
|
3
|
εκχώρηση (ekchórisi)
|
concession, settlement, εκχωρώ
|
3
|
ελίσσομαι (elíssomai)
|
maneuver, snake, wind
|
3
|
ελεεινός (eleeinós)
|
deplorable, disgraceful, forlorn
|
3
|
εμ- (em-)
|
εμπαίζω, εμπερικλείω, εν-
|
3
|
εμπειρισμός (empeirismós)
|
empiricism, αισθησιαρχία, αισθησιοκρατία
|
3
|
εμπροσθοφυλακή (emprosthofylakí)
|
forefront, vanguard, εμπρός
|
3
|
εν λευκώ (en lefkó)
|
εν, λευκός, λευκώ
|
3
|
ενίσχυση (eníschysi)
|
booster, ενισχύω, ισχύω
|
3
|
ενδεχόμενο (endechómeno)
|
chance, contingent, likelihood
|
3
|
ενδεχόμενος (endechómenos)
|
susceptible, ενδεχομένως, πιθανός
|
3
|
εννοιοκρατία (ennoiokratía)
|
conceptualism, έννοια, εννοώ
|
3
|
εννοιολογικός (ennoiologikós)
|
conceptual, έννοια, εννοώ
|
3
|
ενορία (enoría)
|
enorie, enurii, parish
|
3
|
ενσάρκωση (ensárkosi)
|
avatar, embodiment, incarnation
|
3
|
ενστικτώδης (enstiktódis)
|
instinctive, spontaneous, ένστικτο
|
3
|
εντευκτήριο (entefktírio)
|
chamber, haunt, resort
|
3
|
εντός (entós)
|
within, έξω, μέσα
|
3
|
εξαιρώ (exairó)
|
except, recuse, εξαίρω
|
3
|
εξαλείφω (exaleífo)
|
eradicate, wipe out, αίρω
|
3
|
εξασκώ (exaskó)
|
bring to bear, train, ασκώ
|
3
|
εξευτελίζω (exeftelízo)
|
abase, debase, ντροπιάζω
|
3
|
εξομολόγηση (exomológisi)
|
confession, ομολογία, ομόλογος
|
3
|
εξώπορτα (exóporta)
|
front door, gate, πύλη
|
3
|
επίδραση (epídrasi)
|
effect, αλληλεπίδραση, επήρεια
|
3
|
επίπονος (epíponos)
|
painful, poignant, δύσκολος
|
3
|
επαγρύπνηση (epagrýpnisi)
|
vigil, vigilance, προσοχή
|
3
|
επαγωγικός (epagogikós)
|
a posteriori, a priori, inductive
|
3
|
επαναλαμβανόμενος (epanalamvanómenos)
|
recursive, επαναλαμβάνω, επανειλημμένος
|
3
|
επαναληπτικός (epanaliptikós)
|
repetitive, επαναλαμβάνω, επανειλημμένος
|
3
|
επανασυνδέω (epanasyndéo)
|
αποσυνδέω, δέω, συνδέω
|
3
|
επανδρώνω (epandróno)
|
crew, man, staff
|
3
|
επανεκκινώ (epanekkinó)
|
reboot, reset, restart
|
3
|
επιβεβαίωση (epivevaíosi)
|
attestation, confirmation, corroboration
|
3
|
επιβλητικός (epivlitikós)
|
grandiose, imperial, sublime
|
3
|
επιδεικνύω (epideiknýo)
|
exhibit, δείχνω, επίδειξη
|
3
|
επιδειξιομανής (epideixiomanís)
|
exhibitionist, επιδειξίας, επιδειξιομανία
|
3
|
επιζώ (epizó)
|
live, survive, γλιτώνω
|
3
|
επικαλούμαι (epikaloúmai)
|
appeal, invoke, quote
|
3
|
επικύηση (epikýisi)
|
conception, κύημα, κύηση
|
3
|
επιπροσθέτως (epiprosthétos)
|
additionally, besides, in addition
|
3
|
επιρροή (epirroḯ)
|
influence, έλεγχος, επήρεια
|
3
|
επισκοπή (episkopí)
|
cathedral, diocese, see
|
3
|
επιτιμώ (epitimó)
|
expostulate, rebuke, μαλώνω
|
3
|
επιφυλακτικός (epifylaktikós)
|
circumspect, conservative, wary
|
3
|
επιχορηγώ (epichorigó)
|
fund, sponsor, subsidize
|
3
|
ερωτευμένος (erotevménos)
|
amorous, in love, ερωτεύομαι
|
3
|
ερωτοτροπώ (erototropó)
|
court, flirt, φλερτάρω
|
3
|
ερωτώ (erotó)
|
ερωτηματικός, ερώτημα, ερώτηση
|
3
|
ευ- (ef-)
|
Appendix:Greek prefixes, ευεπηρέαστος, εύκολος
|
3
|
ευλάβεια (evláveia)
|
devotion, evlavie, ευσέβεια
|
3
|
ευσεβισμός (efsevismós)
|
ευσέβεια, ευσεβής, σέβομαι
|
3
|
εύκαμπτος (éfkamptos)
|
flexible, pliable, resilient
|
3
|
εύπορος (éfporos)
|
affluent, rich, wealthy
|
3
|
εἰ (ei)
|
Reconstruction:Proto-Slavic/i, и, і
|
3
|
ζευγαρώνω (zevgaróno)
|
mate, pair, ζευγάρι
|
3
|
ζεύγμα (zévgma)
|
zeugma, ζεύγος, ζυγός
|
3
|
ζυμώνω (zymóno)
|
braid, ferment, knead
|
3
|
ζωντανά (zontaná)
|
live, stock, ζωντανός
|
3
|
ζωντανεύω (zontanévo)
|
animate, ζωή, ζωντανός
|
3
|
ζωντοχήρα (zontochíra)
|
divorcée, ζωή, ζωντανός
|
3
|
ηττώμαι (ittómai)
|
lose, ήττα, υπερισχύω
|
3
|
θεοσέβεια (theoséveia)
|
ευσέβεια, σέβας, σέβομαι
|
3
|
θεώρημα (theórima)
|
theorem, θεωρία, θεωρώ
|
3
|
θεώρηση (theórisi)
|
notion, point of view, θεωρώ
|
3
|
θλίβω (thlívo)
|
distress, θλίψη, θλιμμένος
|
3
|
θολώνω (tholóno)
|
cloud, dim, muddle
|
3
|
θωράκιση (thorákisi)
|
armor, armour, τεθωρακισμένα
|
3
|
θωριά (thoriá)
|
θεωρία, θεωρώ, θωρώ
|
3
|
ιδιοτροπία (idiotropía)
|
quirk, vagary, παραξενιά
|
3
|
ιμάντας (imántas)
|
band, belt, strap
|
3
|
ιστοδιεύθυνση (istodiéfthynsi)
|
IP address, URL, Uniform Resource Locator
|
3
|
κάθε ένας (káthe énas)
|
all and sundry, each, everyone
|
3
|
κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε (kállio gaïdouródene pará gaïdourogýreve)
|
a stitch in time saves nine, better safe than sorry, γάιδαρος
|
3
|
κάλυμμα (kálymma)
|
hood, jacket, sleeve
|
3
|
κάρφωμα (kárfoma)
|
dunk, dunking, καρφί
|
3
|
κάτοχος (kátochos)
|
occupant, αφεντικό, κατοχή
|
3
|
κέδρος (kédros)
|
cedar, κέδρος, κεδρότσιχλα
|
3
|
κένωση (kénosi)
|
defecation, evacuation, kenosis
|
3
|
κήρυγμα (kírygma)
|
homily, kerygma, sermon
|
3
|
καβγαδίζω (kavgadízo)
|
quarrel, μαλώνω, τσακώνομαι
|
3
|
καθίδρυμα (kathídryma)
|
εγκαθιδρύω, ιδρύω, καθιδρύω
|
3
|
καθίζημα (kathízima)
|
precipitate, καθίζω, καθιζάνω
|
3
|
καθίζηση (kathízisi)
|
settlement, καθίζω, καθιζάνω
|
3
|
καθυστερώ (kathysteró)
|
detain, lag, procrastinate
|
3
|
και άλλα (kai álla)
|
και λοιπά πολλά, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά
|
3
|
και ακόλουθα (kai akóloutha)
|
και λοιπά πολλά, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά
|
3
|
και αλλού (kai alloú)
|
και λοιπά πολλά, και ούτω καθεξής, και τα λοιπά
|
3
|
κακο- (kako-)
|
Appendix:Greek prefixes, κακογαμημένος, κακός
|
3
|
κακοήθης (kakoḯthis)
|
malicious, malignant, καλοήθης
|
3
|
κακοκεφιάζω (kakokefiázo)
|
ακεφιά, κέφι, κακοκεφιά
|
3
|
καλλιεργώ (kalliergó)
|
culture, farm, nurse
|
3
|
καλόκεφος (kalókefos)
|
άκεφος, κέφι, κεφάτος
|
3
|
καλόσυνη (kalósyni)
|
goodness, αγαθοσύνη, αγαθότητα
|
3
|
καμαριέρα (kamariéra)
|
-ιέρα, chambermaid, maid
|
3
|
καπηλειό (kapileió)
|
bar, pub, tavern
|
3
|
καπόνι (kapóni)
|
capo, capon, clapon
|
3
|
καρδιοειδής (kardioeidís)
|
cordate, heart-shaped, καρδιόσχημος
|
3
|
καρποφόρος (karpofóros)
|
-φόρος, fruitful, στείρος
|
3
|
καρό (karó)
|
diamond, diamonds, διαμάντι
|
3
|
κασέλα (kaséla)
|
chest, coffer, trunk
|
3
|
κασεδάκι (kasedáki)
|
δοχείο, κιβώτιο, κουτί
|
3
|
κασούλα (kasoúla)
|
caciòła, casula, căciulă
|
3
|
κατάρρευση (katárrefsi)
|
breakdown, collapse, καταρρέω
|
3
|
κατάταξη (katátaxi)
|
categorization, classification, incorporation
|
3
|
κατέχω (katécho)
|
master, απαγάγω, ξέρω
|
3
|
κατήγορος (katígoros)
|
accuser, prosecutor, κατηγορώ
|
3
|
καταγέλαστος (katagélastos)
|
αξιογέλαστος, αστείος, γελοίος
|
3
|
καταδεκτικότητα (katadektikótita)
|
condescension, ακατάδεχτος, ακαταδεξία
|
3
|
καταδικάζω (katadikázo)
|
convict, reprobate, κατάδικος
|
3
|
κατακόρυφος (katakóryfos)
|
handstand, portrait, vertical
|
3
|
κατατρομάζω (katatromázo)
|
terrify, τρομάζω, τρόμος
|
3
|
κατσαδιάζω (katsadiázo)
|
harangue, lecture, μαλώνω
|
3
|
κελάηδημα (keláidima)
|
birdsong, κελαηδώ, τσίου-τσίου
|
3
|
κελάρι (kelári)
|
cellar, cellarium, chilar
|
3
|
κερασφόρος (kerasfóros)
|
-φόρος, horned, κερατάς
|
3
|
κερατίνη (keratíni)
|
horn, κέρας, κέρατο
|
3
|
κηρός (kirós)
|
huall, wax, κηροπήγιο
|
3
|
κινέω (kinéo)
|
συγκίνηση, συγκινητικός, συγκινώ
|
3
|
κιόσκι (kióski)
|
kiosk, stand, περίπτερο
|
3
|
κλονισμός (klonismós)
|
breakdown, concussion, shock
|
3
|
κλωσσόπουλο (klossópoulo)
|
brood, chick, πουλί
|
3
|
κοιλότητα (koilótita)
|
cavity, hollow, κοιλιά
|
3
|
κοινολεκτώ (koinolektó)
|
καθομιλουμένη, κοινολεξία, κοινόλεκτος
|
3
|
κομματιάζω (kommatiázo)
|
fragment, shred, κομμάτι
|
3
|
κοντάκι (kontáki)
|
stock, κοντάκιον, قونداق
|
3
|
κοριτσίστικος (koritsístikos)
|
girlish, girly, κορίτσι
|
3
|
κοροϊδία (koroïdía)
|
taunt, κοροϊδεύω, κορόιδο
|
3
|
κουρελής (kourelís)
|
rag, κουρέλι, ξεβράκωτος
|
3
|
κούρσεμα (koúrsema)
|
pillage, plunder, sack
|
3
|
κραιπάλη (kraipáli)
|
binge, debauchery, decadence
|
3
|
κραυγαλέος (kravgaléos)
|
loud, vociferous, κραυγάζω
|
3
|
κρεβατοκάμαρα (krevatokámara)
|
bedroom, chamber, room
|
3
|
κρεμάμενος (kremámenos)
|
hanging, κρεμασμένος, κρεμώ
|
3
|
κρεμαστός (kremastós)
|
hanging, κρεμασμένος, κρεμώ
|
3
|
κρούσμα (kroúsma)
|
case, instance, κρούω
|
3
|
κρούστα (kroústa)
|
crusta, scab, κρουστός
|
3
|
κυνηγόσκυλο (kynigóskylo)
|
hound, hunter, κυνηγός
|
3
|
κυοφορία (kyoforía)
|
gestation, pregnancy, κυοφορώ
|
3
|
κυψελίδα (kypselída)
|
alveolus, earwax, κυψέλη
|
3
|
κωλυσιεργώ (kolysiergó)
|
filibuster, κωλύω, παρακωλύω
|
3
|
κόγχη (kónchi)
|
alcove, angle, socket
|
3
|
κόλακας (kólakas)
|
adulator, courtier, σφουγγοκωλάριος
|
3
|
κόνικλος (kóniklos)
|
rabbit, κονικλοτροφείο, κουνέλι
|
3
|
κότερο (kótero)
|
Appendix:Greek terms for watercraft, sailboat, ιστιοφόρο
|
3
|
κόψιμο (kópsimo)
|
cut, cutting, διάρροια
|
3
|
κύρος (kýros)
|
force, kudos, supremacy
|
3
|
κύων (kýon)
|
Reconstruction:Proto-Indo-European/ḱwṓ, hund, σκύλος
|
3
|
κώλυμα (kólyma)
|
deadlock, hindrance, κωλύω
|
3
|
λάγνος (lágnos)
|
lascivious, lecherous, lustful
|
3
|
λάλημα (lálima)
|
crow, lajm, λαλώ
|
3
|
λάμπω (lámpo)
|
flare, sheen, Χαράλαμπος
|
3
|
λίνον (línon)
|
Reconstruction:Proto-Germanic/līną, linas, linum
|
3
|
λαίμαργος (laímargos)
|
glutton, gluttonous, λαιμαργία
|
3
|
λαμπρότητα (lamprótita)
|
glory, sheen, splendor
|
3
|
λεγόμενος (legómenos)
|
so-called, δήθεν, λέω
|
3
|
λεηλασία (leïlasía)
|
pillage, plunder, sack
|
3
|
λειρί (leirí)
|
cockscomb, wattle, λείριον
|
3
|
λεσβιακός (lesviakós)
|
lesbian, Λέσβος, λεσβία
|
3
|
λευκαίνω (lefkaíno)
|
bleach, whiten, λευκαντικό
|
3
|
λημέρι (liméri)
|
haunt, hideout, lair
|
3
|
λιμάρω (limáro)
|
file, αλιμάριστος, λίμα
|
3
|
λογοκριμένος (logokriménos)
|
censored, αλογόκριτος, λογοκρίνω
|
3
|
λούγκρα (loúgkra)
|
μπινές, πισωγλέντης, πούστης
|
3
|
λυκόσκυλο (lykóskylo)
|
German Shepherd, wolfhound, λύκος
|
3
|
λυσσασμένος (lyssasménos)
|
mad, rabid, λύσσα
|
3
|
λυόμενος (lyómenos)
|
λυμένος, λύνοντας, λύω
|
3
|
λύτρωση (lýtrosi)
|
redemption, salvation, λύω
|
3
|
μάχομαι (máchomai)
|
battle, fight, ταυρομάχος
|
3
|
μίλι (míli)
|
mile, mille, milă
|
3
|
μαγαζάτορας (magazátoras)
|
έμπορος, καταστηματάρχης, μαγαζί
|
3
|
μαγεύω (magévo)
|
ensorcell, entrance, μάγος
|
3
|
μακρός (makrós)
|
μακροπρόθεσμος, μακρόχρονος, μακρύς
|
3
|
μαλλιαρή (malliarí)
|
δημοτική, ελληνικά, νέα ελληνικά
|
3
|
μανιώδης (maniódis)
|
rabid, voracious, μανία
|
3
|
μαρσιποφόρος (marsipofóros)
|
-φόρος, καγκουρό, μάρσιπος
|
3
|
μαστιγώνω (mastigóno)
|
flog, whip, μαστίγιο
|
3
|
μαστουρωμένος (mastouroménos)
|
high, stoned, κλασμένος
|
3
|
μεγαλοπρεπής (megaloprepís)
|
magnificent, splendid, ανακτορικός
|
3
|
μεθύστακας (methýstakas)
|
drunk, μέθυσος, μεθυσμένος
|
3
|
μελαγχολικός (melancholikós)
|
brooding, desolate, melancholic
|
3
|
μεμψιμοιρώ (mempsimoiró)
|
cavil, γκρινιάζω, κλαίω
|
3
|
μεταβάλλω (metavállo)
|
change, αμετάβλητος, γίνομαι
|
3
|
μεταπουλώ (metapouló)
|
resell, αμεταπούλητος, απούλητος
|
3
|
μετατρέπω (metatrépo)
|
convert, modify, τρέπω
|
3
|
μεταχρονολογώ (metachronologó)
|
χρονολογία, χρονολογώ, χρόνος
|
3
|
μεταχρονολόγηση (metachronológisi)
|
χρονολογία, χρονολόγηση, χρόνος
|
3
|
μηδαμινός (midaminós)
|
paltry, petty, trivial
|
3
|
μηνίσκος (minískos)
|
Μήνη, ημισέληνος, μηνίσκος
|
3
|
μιγάς (migás)
|
creole, mongrel, mulatto
|
3
|
μιμούμαι (mimoúmai)
|
copy, mock, μίμος
|
3
|
μισέλληνας (miséllinas)
|
mishellene, ανθέλληνας, γραικύλος
|
3
|
μισητός (misitós)
|
heinous, invidious, αγαπημένος
|
3
|
μοίρασμα (moírasma)
|
διανομή, μοιράζω, παράδοση
|
3
|
μονοψήφιος (monopsífios)
|
μονο-, ψήφος, ψηφίο
|
3
|
μοντέλο (montélo)
|
mannequin, μοντελίστρια, μοντελιστής
|
3
|
μορφασμός (morfasmós)
|
expression, face, grimace
|
3
|
μοχθηρός (mochthirós)
|
fiendish, malevolent, malicious
|
3
|
μούδιασμα (moúdiasma)
|
numbness, αιμωδία, αιμωδίαση
|
3
|
μούσκεμα (moúskema)
|
drenched, μουσκεμένος, μουσκεύω
|
3
|
μπαμπόγρια (bampógria)
|
κωλόγρια, παλιόγρια, σκατόγρια
|
3
|
μπαούλο (baoúlo)
|
chest, coffer, trunk
|
3
|
μπινιά (biniá)
|
μπινές, μπινελίκι, πουστιά
|
3
|
μπιφτέκι (biftéki)
|
beefsteak, steak, χάμπουργκερ
|
3
|
μπούμπουρας (boúmpouras)
|
μέλισσα, μελισσοκόμος, μπάμπουρας
|
3
|
μυλωνάς (mylonás)
|
miller, αλευροβιομήχανος, μύλος
|
3
|
μόσχος (móschos)
|
civet, mosc, मुष्क
|
3
|
νάρθηκας (nárthikas)
|
cast, narthex, νάρθηξ
|
3
|
ναζιάρικα (naziárika)
|
ναζιάρα, ναζιάρης, ναζού
|
3
|
ναζιάρικος (naziárikos)
|
ναζιάρα, ναζιάρης, ναζού
|
3
|
ναύαρχος (návarchos)
|
admiral, αρχιναύαρχος, ναύτης
|
3
|
νεκροψία (nekropsía)
|
necropsy, post mortem, νεκροτομή
|
3
|
νεοσσός (neossós)
|
chick, fledgling, αετόπουλο
|
3
|
νεροσυρμή (nerosyrmí)
|
αυλάκι, αυλακιά, συρμή
|
3
|
νοθεύω (nothévo)
|
adulterate, alloy, doctor
|
3
|
νοικάρης (noikáris)
|
εκμισθωτής, ενοικιαστής, μισθωτής
|
3
|
νομοθετώ (nomothetó)
|
legislate, θέτω, νομοθεσία
|
3
|
νοοτροπία (nootropía)
|
culture, idiosyncrasy, mentality
|
3
|
νοσηρός (nosirós)
|
morbidity, sick, unhealthy
|
3
|
νοτερός (noterós)
|
damp, humid, moist
|
3
|
νυσταγμένος (nystagménos)
|
drowsy, sleepy, νυστάζω
|
3
|
νυχτοπούλι (nychtopoúli)
|
night owl, night person, πουλί
|
3
|
ξαναμοίρασμα (xanamoírasma)
|
αναδασμός, αναδιανομή, ανακατανομή
|
3
|
ξεκάθαρος (xekátharos)
|
definite, unequivocal, αμυδρός
|
3
|
ξενομανία (xenomanía)
|
xenomania, ξενοφιλία, ξενοφοβία
|
3
|
ξενύχτης (xenýchtis)
|
night owl, night person, ξενυχτάω
|
3
|
οίκημα (oíkima)
|
οίκος, οἴκημα, σπίτι
|
3
|
ολιγο- (oligo-)
|
λίγος, ολίγος, ὀλιγο-
|
3
|
ολό- (oló-)
|
ολόασπρος, ολόλευκος, ολόμαυρος
|
3
|
ομογενής (omogenís)
|
expatriate, homogeneous, ομογένεια
|
3
|
ομοφυλοφιλικός (omofylofilikós)
|
γκέι, ομοφυλοφιλία, ομοφυλόφιλος
|
3
|
ονειρομαντεία (oneiromanteía)
|
oneiromancy, ονειροκρίτης, όνειρο
|
3
|
οπίσθιος (opísthios)
|
Appendix:Greek vocabulary/Motoring, hinder, posterior
|
3
|
οργάνωση (orgánosi)
|
body, organization, όργανο
|
3
|
ουροδοχείο (ourodocheío)
|
bedpan, γιογιό, καθίκι
|
3
|
ούρηση (oúrisi)
|
urination, κατούρημα, χέσιμο
|
3
|
ούρο (oúro)
|
κατουρλιό, ούρα, οὖρον
|
3
|
πάλλομαι (pállomai)
|
leap, μονοπαλλόμενο, πολυπαλλόμενο
|
3
|
πάνω κάτω (páno káto)
|
give or take, odd, άνω κάτω
|
3
|
πάσσαλος (pássalos)
|
pale, post, stake
|
3
|
παίδαρος (paídaros)
|
γκόμενος, κούκλος, παιδί
|
3
|
παιχνιδότοπος (paichnidótopos)
|
playground, παιδική χαρά, παιδότοπος
|
3
|
παλαιο- (palaio-)
|
Appendix:Greek prefixes, paleo-, παλιο-
|
3
|
παλαμίδα (palamída)
|
bonito, pălămidă, بلوط
|
3
|
παπαριά (papariá)
|
παπάρα, παπάρας, παπάρι
|
3
|
παράθεμα (paráthema)
|
citation, quotation, quote
|
3
|
παράκτιος (paráktios)
|
coastal, littoral, ακτή
|
3
|
παράφρων (paráfron)
|
demented, deranged, insane
|
3
|
παρέμβαση (parémvasi)
|
intervention, mediation, παρεμβατισμός
|
3
|
παρήγορος (parígoros)
|
απαρηγόρητος, παρηγοριά, παρηγορώ
|
3
|
παρίσταμαι (parístamai)
|
attend, αναπαριστάνω, παριστάνω
|
3
|
παραγκούπολη (paragkoúpoli)
|
shantytown, slum, παράγκα
|
3
|
παραθέτω (parathéto)
|
quote, θέτω, παράθημα
|
3
|
παραπατώ (parapató)
|
stagger, totter, waddle
|
3
|
παρατηρώ (paratiró)
|
note, notice, observe
|
3
|
παρθενιά (partheniá)
|
Παρθένος, παρθένα, παρθένος
|
3
|
παροχή (parochí)
|
flow, διανομή, παράδοση
|
3
|
πατατοσαλάτα (patatosaláta)
|
Appendix:Greek phrasebook/Food and drink, potato salad, σαλάτα
|
3
|
πατημασιά (patimasiá)
|
track, αποτύπωμα, χνάρι
|
3
|
πειστήριο (peistírio)
|
evidence, exhibit, πείθω
|
3
|
πενιχρός (penichrós)
|
meager, λίγος, λιγοστός
|
3
|
περίφημος (perífimos)
|
famous, great, ακουστός
|
3
|
περασμένα ξεχασμένα (perasména xechasména)
|
let bygones be bygones, περασμένα, περασμένος
|
3
|
περιβάλλω (perivállo)
|
encompass, envelop, περικλείω
|
3
|
περιληπτικός (periliptikós)
|
brief, collective, synoptic
|
3
|
περιοδεία (periodeía)
|
tour, περίοδος, περιήγηση
|
3
|
περιοδεύω (periodévo)
|
tour, περίοδος, περιοδεύων
|
3
|
περιστρέφομαι (peristréfomai)
|
revolve, rotate, turn
|
3
|
πετάννυμι (petánnymi)
|
petë, pjetem, pjetë
|
3
|
πηκτή (piktí)
|
aspic, jelly, piftie
|
3
|
πιστοποίηση (pistopoíisi)
|
authentication, πείθω, πιστοποιώ
|
3
|
πιτυρίδα (pityrída)
|
dandruff, scurf, λέπι
|
3
|
πλήγμα (plígma)
|
wound, πλήττω, πλῆγμα
|
3
|
πλήρωμα (plíroma)
|
crew, pleroma, pléroma
|
3
|
πλαστογραφώ (plastografó)
|
copy, counterfeit, πλαστογραφία
|
3
|
πλειοψηφία (pleiopsifía)
|
majority, plurality, ψήφος
|
3
|
πλεκτό (plektó)
|
knitting, πλέξιμο, τρίκο
|
3
|
πληροφορούμαι (pliroforoúmai)
|
learn, μαθαίνω, ξέρω
|
3
|
πλιάτσικο (pliátsiko)
|
pillage, plunder, κατσαπλιάς
|
3
|
πλους (plous)
|
απόπλους, περίπλους, πλέω
|
3
|
πλώρη (plóri)
|
bow, plor, pluar
|
3
|
πνίγομαι (pnígomai)
|
choke, drown, smother
|
3
|
πνευματώδης (pnevmatódis)
|
humorous, salty, πνεύμα
|
3
|
πνιγμονή (pnigmoní)
|
choking, suffocation, πνίγω
|
3
|
πολίτευμα (polítevma)
|
polity, regime, πόλη
|
3
|
πολεμοχαρής (polemocharís)
|
hawkish, trigger-happy, warlike
|
3
|
πολλαπλότητα (pollaplótita)
|
multiplicity, plurality, πολλαπλασιάζω
|
3
|
πολυλογία (polylogía)
|
circumlocution, garrulity, verbosity
|
3
|
πολύγλωσσος (polýglossos)
|
multilingual, polyglot, πολύγλωσσος
|
3
|
πορνό (pornó)
|
porn, porno, πόρνη
|
3
|
ποταπός (potapós)
|
base, despicable, low
|
3
|
πουδράρισμα (poudrárisma)
|
πουδράρω, πουδριέρα, πούδρα
|
3
|
προάγγελος (proángelos)
|
harbinger, herald, άγγελος
|
3
|
προαίσθημα (proaísthima)
|
hunch, premonition, προαισθάνομαι
|
3
|
προαιρετικός (proairetikós)
|
alternative, optional, voluntary
|
3
|
προανάκρουσμα (proanákrousma)
|
ανακρούω, κρούω, προσκρούω
|
3
|
προβάλλω (provállo)
|
display, project, προβολέας
|
3
|
προλεχθείς (prolechtheís)
|
abovesaid, aforementioned, aforesaid
|
3
|
προμήνυμα (promínyma)
|
μήνυμα, μηνύω, προμηνύω
|
3
|
προοπτική (prooptikí)
|
perspective, view, vista
|
3
|
προσαγορεύω (prosagorévo)
|
αγορεύω, αναγορεύω, απαγορεύω
|
3
|
προσδιορίζω (prosdiorízo)
|
modify, set, specify
|
3
|
προσευχητάρι (prosefchitári)
|
εύχομαι, προσευχή, προσεύχομαι
|
3
|
προσκυνώ (proskynó)
|
genuflect, prostrate, προσκύνημα
|
3
|
προσφωνώ (prosfonó)
|
hail, style, φωνάζω
|
3
|
προτρέπω (protrépo)
|
egg, move, τρέπω
|
3
|
προφανής (profanís)
|
obvious, palpable, προφανώς
|
3
|
προχρονολογώ (prochronologó)
|
χρονολογία, χρονολογώ, χρόνος
|
3
|
προχρονολόγηση (prochronológisi)
|
χρονολογία, χρονολόγηση, χρόνος
|
3
|
πρωτοποριακός (protoporiakós)
|
groundbreaking, original, πρωτοπόρος
|
3
|
πρόσκαιρος (próskairos)
|
fleeting, transient, εφήμερος
|
3
|
πρότερος (próteros)
|
antecedent, past, προηγούμενος
|
3
|
πόλις (pólis)
|
Sevastopol, Κωνσταντινούπολη, πόλη
|
3
|
ράγα (rága)
|
rail, track, ρώγα
|
3
|
ρέψιμο (répsimo)
|
belch, burp, ρεύομαι
|
3
|
ρεγχάζω (rencházo)
|
ροχάλισμα, ροχαλίζω, ροχαλητό
|
3
|
ρετσίνι (retsíni)
|
retsina, رچینه, ῥητίνη
|
3
|
ρευστοποιώ (refstopoió)
|
λιώνω, ρέω, χύνω
|
3
|
ρευστό (refstó)
|
cash, fluid, χρήμα
|
3
|
ρευστότητα (refstótita)
|
flux, liquidity, ρέω
|
3
|
ρητός (ritós)
|
explicit, rational, unequivocal
|
3
|
ρινικός (rinikós)
|
ένρινος, έρρινος, ερρινοποίηση
|
3
|
ρινολαλία (rinolalía)
|
ενρινότητα, ερρινισμός, ερρινότητα
|
3
|
ρωμαιοκαθολικός (romaiokatholikós)
|
Catholic, Roman, Roman Catholic
|
3
|
ρόπτρο (róptro)
|
doorknocker, πόμολο, ῥόπτρον
|
3
|
ρύση (rýsi)
|
καταρρέω, ρέω, ῥύσις
|
3
|
σάτιρα (sátira)
|
lampoon, libel, satire
|
3
|
σακί (sakí)
|
sack, μπούρδα, σάκος
|
3
|
σαλαμούρα (salamoúra)
|
salamură, salimuria, saramură
|
3
|
σανδάλι (sandáli)
|
sandal, πέδιλο, παπούτσι
|
3
|
σεξοβόμβα (sexovómva)
|
bomb, bombshell, βόμβα
|
3
|
σημαιοφόρος (simaiofóros)
|
ensign, flag-bearer, standard-bearer
|
3
|
σκασίλα μου (skasíla mou)
|
give a shit, στ' αρχίδια μου, στα παπάρια μου
|
3
|
σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει (skylí pou gavgízei den dagkónei)
|
all bark and no bite, barking dogs seldom bite, one's bark is worse than one's bite
|
3
|
σουρβιά (sourviá)
|
service tree, shurbë, sorb
|
3
|
σουρώνω (souróno)
|
strain, διηθώ, στραγγίζω
|
3
|
σοφιστής (sofistís)
|
sophist, σοφιστής, σοφός
|
3
|
σπήλαιο (spílaio)
|
cave, cove, fyell
|
3
|
σπαγκοραμμένος (spagkoramménos)
|
σπάγγος, τσιγκούνης, φραγκοφονιάς
|
3
|
σπαζοκεφαλιά (spazokefaliá)
|
brainteaser, conundrum, σπάζω
|
3
|
σποραδικά (sporadiká)
|
every so often, sporadically, περιστασιακά
|
3
|
στεναχωρεμένος (stenachoreménos)
|
στεναχωριέμαι, στεναχωρούμαι, στενοχωρώ
|
3
|
στενοχωρεμένος (stenochoreménos)
|
στενοχωριέμαι, στενοχωρούμαι, στενοχωρώ
|
3
|
στοιχειοθετώ (stoicheiothetó)
|
set, typeset, θέτω
|
3
|
στου διαβόλου τη μάνα (stou diavólou ti mána)
|
Woop Woop, back of beyond, middle of nowhere
|
3
|
στουπί (stoupí)
|
tow, διάναξη, καλαφάτισμα
|
3
|
στριμώχνω (strimóchno)
|
corner, mob, squeeze
|
3
|
στρόβιλος (stróvilos)
|
turbine, αεριοστρόβιλος, ανεμοστρόβιλος
|
3
|
συ- (sy-)
|
Appendix:Greek prefixes, συν-, συστρατιώτης
|
3
|
συγ- (syg-)
|
Appendix:Greek prefixes, αλληλοσυγκρούομαι, συν-
|
3
|
συγκαλύπτω (sygkalýpto)
|
dissimulate, αποκρύπτω, καλύπτω
|
3
|
συγχέω (synchéo)
|
becloud, confuse, muddle
|
3
|
συζυγία (syzygía)
|
conjugation, syzygy, ζυγός
|
3
|
συκοφαντικός (sykofantikós)
|
defamatory, συκοφάντης, φαντάζω
|
3
|
συλ- (syl-)
|
Appendix:Greek prefixes, συλλέκτης, συν-
|
3
|
συμβιβάζω (symvivázo)
|
compound, conciliate, reconcile
|
3
|
συμμορία (symmoría)
|
bunch, crew, ληστής
|
3
|
συμπαίκτης (sympaíktis)
|
partner, teammate, εμπαίζω
|
3
|
συμπαίκτρια (sympaíktria)
|
partner, teammate, εμπαίζω
|
3
|
συμπαιγνία (sympaignía)
|
collusion, εμπαίζω, συνεννόηση
|
3
|
συμπεραίνω (symperaíno)
|
infer, reason, συμπέρασμα
|
3
|
συμπλήρωμα (symplíroma)
|
accessory, complement, supplement
|
3
|
συμπλοκή (symplokí)
|
affair, encounter, fray
|
3
|
συμπυκνώνω (sympyknóno)
|
compact, condense, συμπύκνωμα
|
3
|
συνάδελφος (synádelfos)
|
colleague, comrade, mate
|
3
|
συνάντηση (synántisi)
|
date, encounter, tryst
|
3
|
συνένωση (synénosi)
|
συμφυρμός, σύναψη, σύνδεση
|
3
|
συνεννοήσιμος (synennoḯsimos)
|
εννοώ, συνεννοούμαι, συνεννόηση
|
3
|
συνθέτω (synthéto)
|
compose, compound, θέτω
|
3
|
συννεφιάζω (synnefiázo)
|
becloud, cloud, σύννεφο
|
3
|
συνομιλώ (synomiló)
|
chat, discourse, talk
|
3
|
συνοπτικός (synoptikós)
|
brief, succinct, synoptic
|
3
|
συνουσιάζομαι (synousiázomai)
|
have sex, sex, κοιμάμαι
|
3
|
συντροφικότητα (syntrofikótita)
|
camaraderie, companionship, company
|
3
|
συρ- (syr-)
|
Appendix:Greek prefixes, συν-, συρρέω
|
3
|
συσκοτίζω (syskotízo)
|
becloud, black out, χύνω
|
3
|
συστολή (systolí)
|
systole, ντροπή, συστολή
|
3
|
σφαγείο (sfageío)
|
abattoir, slaughterhouse, σφαγή
|
3
|
σχεδιάγραμμα (schediágramma)
|
blueprint, scheme, σχέδιο
|
3
|
σχιζοφρενής (schizofrenís)
|
schizo, schizophrenic, τρελός
|
3
|
σχολιάζω (scholiázo)
|
comment, note, σχόλιο
|
3
|
σωριάζομαι (soriázomai)
|
collapse, crumple, keel
|
3
|
σύμπλεγμα (sýmplegma)
|
cluster, complex, network
|
3
|
σύμφυρμα (sýmfyrma)
|
amalgam, αχταρμάς, συμφυρμός
|
3
|
σύρτης (sýrtis)
|
bolt, latch, σύρω
|
3
|
τήξη (tíxi)
|
flux, meltdown, melting
|
3
|
ταυτόχρονη διερμηνεία (taftóchroni diermineía)
|
simultaneous interpretation, διερμηνεία, ταυτόχρονος
|
3
|
ταχυδακτυλουργικός (tachydaktylourgikós)
|
magic, ταχυδακτυλουργία, ταχυδακτυλουργός
|
3
|
τελείως (teleíos)
|
απόλυτα, εντελώς, τέλειος
|
3
|
τετρα- (tetra-)
|
Appendix:Greek prefixes, ψήφος, ψηφίο
|
3
|
τζαναμπέτης (tzanampétis)
|
δύστροπος, εριστικός, κακότροπος
|
3
|
τζατζόγρια (tzatzógria)
|
κωλόγρια, παλιόγρια, σκατόγρια
|
3
|
τηλεβόας (tilevóas)
|
megaphone, ντουντούκα, τηλε-
|
3
|
τηλεγραφώ (tilegrafó)
|
telegraph, wire, τηλε-
|
3
|
το ράσο δεν κάνει τον παπά (to ráso den kánei ton papá)
|
clothes don't make the man, the cowl does not make the monk, you can't judge a book by its cover
|
3
|
τουρκο- (tourko-)
|
Appendix:Greek prefixes, Τουρκοκρατία, τουρκοκρατία
|
3
|
τούρλα (toúrla)
|
Appendix:Greek metatheses, trulla, τρούλος
|
3
|
τράχηλος (tráchilos)
|
cervix, αυχένας, λαιμός
|
3
|
τρούφα (troúfa)
|
chocolate truffle, truffe, truffle
|
3
|
τσαγκάρης (tsagkáris)
|
cobbler, shoemaker, παπουτσής
|
3
|
τυπικός (typikós)
|
characteristic, formal, τύπος
|
3
|
υπαρκτός (yparktós)
|
existent, νοητός, υπάρχω
|
3
|
υπερεθνικισμός (yperethnikismós)
|
chauvinism, jingoism, ultranationalism
|
3
|
υπερρεαλιστικός (yperrealistikós)
|
surreal, surrealist, υπερρεαλισμός
|
3
|
υπνάκος (ypnákos)
|
catnap, nap, snooze
|
3
|
υπνοδωμάτιο (ypnodomátio)
|
bedroom, chamber, dormitory
|
3
|
υποδηματοποιός (ypodimatopoiós)
|
cobbler, shoemaker, παπουτσής
|
3
|
υποκατάστατο (ypokatástato)
|
ersatz, replacement, substitute
|
3
|
υπονοούμενο (yponooúmeno)
|
implication, innuendo, υπονοώ
|
3
|
υποπλοίαρχος (ypoploíarchos)
|
first lieutenant, lieutenant, mate
|
3
|
υποσημείωση (yposimeíosi)
|
annotation, footnote, σχόλιο
|
3
|
υποσμηναγός (yposminagós)
|
first lieutenant, flying officer, lieutenant
|
3
|
υποστηρικτής (ypostiriktís)
|
advocate, proponent, stalwart
|
3
|
υπουργία (ypourgía)
|
υπουργείο, υπουργικός, υπουργός
|
3
|
υποχείριο (ypocheírio)
|
instrument, pawn, tool
|
3
|
υπόδειγμα (ypódeigma)
|
pattern, standard, πρότυπο
|
3
|
υπόμνημα (ypómnima)
|
legend, memorandum, ὑπόμνημα
|
3
|
υπόστρωμα (ypóstroma)
|
bed, substratum, ὑπόστρωμα
|
3
|
υπόσχεση (ypóschesi)
|
promise, όρκος, ὑπόσχεσις
|
3
|
υπόχρεος (ypóchreos)
|
υποχρέωση, υποχρεωτικός, υποχρεώνω
|
3
|
υστερόβουλος (ysteróvoulos)
|
insincere, scheming, υστεροβουλία
|
3
|
φάση (fási)
|
stage, step, περίοδος
|
3
|
φάσμα (fásma)
|
compass, spectrum, φάντασμα
|
3
|
φάτσα (fátsa)
|
mug, μούρη, μούτρο
|
3
|
φακιόλι (fakióli)
|
γεμενί, μαντήλα, τσεμπέρι
|
3
|
φανέλα (fanéla)
|
singlet, vest, εσώρουχο
|
3
|
φαντασμένος (fantasménos)
|
conceited, φαντάζομαι, φαντάζω
|
3
|
φατνίο (fatnío)
|
socket, tooth socket, φατνιακός
|
3
|
φευγαλέος (fevgaléos)
|
elusive, furtive, transient
|
3
|
φθηνά (fthiná)
|
for a song, next to nothing, τζάμπα
|
3
|
φθονερός (fthonerós)
|
envious, invidious, jealous
|
3
|
φιλοδοξία (filodoxía)
|
ambition, aspiration, φιλόδοξος
|
3
|
φιλτράρω (filtráro)
|
filter, percolate, διηθώ
|
3
|
φλάμμουρος (flámmouros)
|
flamur, flamură, flãmburã
|
3
|
φλογερός (flogerós)
|
ardent, sultry, σφοδρός
|
3
|
φλυαρία (flyaría)
|
garrulity, jabber, κουτσομπολιό
|
3
|
φλυαρώ (flyaró)
|
jabber, prattle, κελαηδώ
|
3
|
φλύκταινα (flýktaina)
|
πομφόλυγα, πομφόλυξ, πομφός
|
3
|
φορεσιά (foresiá)
|
φόρεμα, فراجه, فرجية
|
3
|
φορολογώ (forologó)
|
tax, αφορολόγητος, φορολογία
|
3
|
φτέρη (ftéri)
|
fern, raithnech, rhedyn
|
3
|
φυγή (fygí)
|
flight, fugue, φυγάς
|
3
|
φυσίγγιο (fysíngio)
|
cartridge, shell, σφαίρα
|
3
|
χαλλούμι (challoúmi)
|
halloumi, ϩⲁⲗⲱⲙ, ⲁⲗⲱⲙ
|
3
|
χαρίζω (charízo)
|
gift, treat, χάρισμα
|
3
|
χαρτογραφώ (chartografó)
|
χάρτης, χαρτογράφος, χαρτογραφία
|
3
|
χαχάνισμα (chachánisma)
|
χάχανο, χάχας, χαχανίζω
|
3
|
χαϊδευτικό (chaïdeftikó)
|
endearment, sobriquet, term of endearment
|
3
|
χειλοδοντικός (cheilodontikós)
|
labiodental, χείλος, χειλοϋπερωικός
|
3
|
χειμωνικό (cheimonikó)
|
καρπούζι, υδροπέπων, ձմերուկ
|
3
|
χειραφέτηση (cheirafétisi)
|
emancipation, manumission, χειρ
|
3
|
χειρισμός (cheirismós)
|
maneuver, έλεγχος, χειρ
|
3
|
χειροπέδες (cheiropédes)
|
handcuff, handcuffs, manacle
|
3
|
χειροτονία (cheirotonía)
|
consecration, ordination, χειρ
|
3
|
χλευασμός (chlevasmós)
|
mockery, taunt, χλευάζω
|
3
|
χλιδή (chlidí)
|
extravagance, luxury, splendor
|
3
|
χρήστης (chrístis)
|
user, πρεζάκιας, πρεζόνι
|
3
|
χροιά (chroiá)
|
hue, tincture, απόχρωση
|
3
|
χρονο- (chrono-)
|
Appendix:Greek prefixes, χρονολογία, χρόνος
|
3
|
χρονολογικός (chronologikós)
|
chronological, χρονολογία, χρόνος
|
3
|
χρονολόγιο (chronológio)
|
timeline, χρονολογία, χρόνος
|
3
|
χρονοτριβή (chronotriví)
|
lag, loitering, χρόνος
|
3
|
χρονοτριβώ (chronotrivó)
|
lag, procrastinate, χρόνος
|
3
|
χωρίο (chorío)
|
citation, passage, quote
|
3
|
χωριάτισσα (choriátissa)
|
villager, χωριάτα, χωρική
|
3
|
χωρισμός (chorismós)
|
divorce, χωρίζω, χώρισμα
|
3
|
χωριστά (choristá)
|
separately, χωρίζω, χώρια
|
3
|
χότζας (chótzas)
|
hodja, ιμάμης, خواجه
|
3
|
ψίχα (psícha)
|
breadcrumb, crumb, pith
|
3
|
ψευδοπροφήτης (psevdoprofítis)
|
προφήτης, ψευδο-, ψευδοπροφήτης
|
3
|
ψυχο- (psycho-)
|
Appendix:Greek prefixes, ψυχολογικός, ψυχοσωματικός
|
3
|
ως εκ τούτου (os ek toútou)
|
εξού, λοιπόν, τούτος
|
3
|
ύποπτη (ýpopti)
|
suspect, υποψία, υποψιάζομαι
|
3
|
ἀ- (a-)
|
Αθίγγανος, αγένειος, τσιγγάνος
|
2
|
-άζω (-ázo)
|
αναγκάζω, γκρινιάζω
|
2
|
-άρος (-áros)
|
-αράς, -αρία
|