Jump to content

εκπληκτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εκπληκτικός (ekpliktikósm (feminine εκπληκτική, neuter εκπληκτικό)

  1. astonishing
  2. excellent

Declension

[edit]
Declension of εκπληκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκπληκτικός (ekpliktikós) εκπληκτική (ekpliktikí) εκπληκτικό (ekpliktikó) εκπληκτικοί (ekpliktikoí) εκπληκτικές (ekpliktikés) εκπληκτικά (ekpliktiká)
genitive εκπληκτικού (ekpliktikoú) εκπληκτικής (ekpliktikís) εκπληκτικού (ekpliktikoú) εκπληκτικών (ekpliktikón) εκπληκτικών (ekpliktikón) εκπληκτικών (ekpliktikón)
accusative εκπληκτικό (ekpliktikó) εκπληκτική (ekpliktikí) εκπληκτικό (ekpliktikó) εκπληκτικούς (ekpliktikoús) εκπληκτικές (ekpliktikés) εκπληκτικά (ekpliktiká)
vocative εκπληκτικέ (ekpliktiké) εκπληκτική (ekpliktikí) εκπληκτικό (ekpliktikó) εκπληκτικοί (ekpliktikoí) εκπληκτικές (ekpliktikés) εκπληκτικά (ekpliktiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκπληκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκπληκτικός, etc.)

Synonyms

[edit]