εκπληκτικά
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εκπληκτικά • (ekpliktiká)
- nominative neuter plural of εκπληκτικός (ekpliktikós)
- accusative neuter plural of εκπληκτικός (ekpliktikós)
- vocative neuter plural of εκπληκτικός (ekpliktikós)
Adverb
[edit]εκπληκτικά • (ekpliktiká)
- fantastically, wonderfully, greatly, superbly
- Περάσαμε εκπληκτικά σ’ αυτές τις διακοπές.
- Perásame ekpliktiká s’ aftés tis diakopés.
- We had a fantastic time on this holiday.
Synonyms
[edit]- (fantastically, wonderfully): υπέροχα (ypérocha), φοβερά (foverá), φανταστικά (fantastiká), καταπληκτικά (katapliktiká), εξαιρετικά (exairetiká), τέλεια (téleia), γαμάτα (gamáta) (very informal)