απαίσια
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απαίσια • (apaísia)
- nominative/accusative/vocative feminine singular of απαίσιος (apaísios)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of απαίσιος (apaísios)
Adverb
[edit]απαίσια • (apaísia)
- awfully, terribly, dreadfully
- Synonyms: άθλια (áthlia), σκατά (skatá)
- Antonyms: υπέροχα (ypérocha), περίφημα (perífima), εκπληκτικά (ekpliktiká), φοβερά (foverá), φανταστικά (fantastiká), καταπληκτικά (katapliktiká), εξαιρετικά (exairetiká), γαμάτα (gamáta)
- Περάσαμε απαίσια σ’ αυτές τις διακοπές.
- Perásame apaísia s’ aftés tis diakopés.
- We had a dreadful time on this holiday.