κατάταξη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κατάταξη • (katátaxi) f (plural κατατάξεις)
Declension
[edit]Declension of κατάταξη
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | κατάταξη • | κατατάξεις • | |
genitive | κατάταξης • | κατατάξεων • | |
accusative | κατάταξη • | κατατάξεις • | |
vocative | κατάταξη • | κατατάξεις • | |
Older or formal genitive singular: κατατάξεως • |
Further reading
[edit]- κατάταξη, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language