Jump to content

καρδιόσχημος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

καρδιά (kardiá, heart) +‎ σχήμα (schíma, shape). First attested 1892.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kaɾðiˈosçimos/
  • Hyphenation: καρ‧δι‧ό‧σχη‧μος

Adjective

[edit]

καρδιόσχημος (kardióschimosm (feminine καρδιόσχημη, neuter καρδιόσχημο)

  1. heart-shaped, cordate (having the traditional shape of a heart)
    καρδιόσχημο μενταγιόνkardióschimo mentagiónheart-shaped locket

Declension

[edit]
Declension of καρδιόσχημος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καρδιόσχημος (kardióschimos) καρδιόσχημη (kardióschimi) καρδιόσχημο (kardióschimo) καρδιόσχημοι (kardióschimoi) καρδιόσχημες (kardióschimes) καρδιόσχημα (kardióschima)
genitive καρδιόσχημου (kardióschimou) καρδιόσχημης (kardióschimis) καρδιόσχημου (kardióschimou) καρδιόσχημων (kardióschimon) καρδιόσχημων (kardióschimon) καρδιόσχημων (kardióschimon)
accusative καρδιόσχημο (kardióschimo) καρδιόσχημη (kardióschimi) καρδιόσχημο (kardióschimo) καρδιόσχημους (kardióschimous) καρδιόσχημες (kardióschimes) καρδιόσχημα (kardióschima)
vocative καρδιόσχημε (kardióschime) καρδιόσχημη (kardióschimi) καρδιόσχημο (kardióschimo) καρδιόσχημοι (kardióschimoi) καρδιόσχημες (kardióschimes) καρδιόσχημα (kardióschima)

Synonyms

[edit]