περικοπή • (perikopí) f (plural περικοπές)
- quotation, extract, citation
- Synonym: απόσπασμα (apóspasma)
- cutback, abridgement
- Synonym: μείωση (meíosi)
- pericope
|
singular
|
plural
|
nominative
|
περικοπή (perikopí)
|
περικοπές (perikopés)
|
genitive
|
περικοπής (perikopís)
|
περικοπών (perikopón)
|
accusative
|
περικοπή (perikopí)
|
περικοπές (perikopés)
|
vocative
|
περικοπή (perikopí)
|
περικοπές (perikopés)
|