Jump to content

απόσπασμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόσπασμα (apóspasman (plural αποσπάσματα)

  1. detachment, squad, detail
    Coordinate term: περιπολία (peripolía)
  2. excerpt, citation, quotation

Declension

[edit]
Declension of απόσπασμα
singular plural
nominative απόσπασμα (apóspasma) αποσπάσματα (apospásmata)
genitive αποσπάσματος (apospásmatos) αποσπασμάτων (apospasmáton)
accusative απόσπασμα (apóspasma) αποσπάσματα (apospásmata)
vocative απόσπασμα (apóspasma) αποσπάσματα (apospásmata)
[edit]