Jump to content

αποσπασματάρχης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποσπασματάρχης (apospasmatárchism (plural αποσπασματάρχες)

  1. (military) squad leader, detachment commander

Declension

[edit]
Declension of αποσπασματάρχης
singular plural
nominative αποσπασματάρχης (apospasmatárchis) αποσπασματάρχες (apospasmatárches)
genitive αποσπασματάρχη (apospasmatárchi) αποσπασματαρχών (apospasmatarchón)
accusative αποσπασματάρχη (apospasmatárchi) αποσπασματάρχες (apospasmatárches)
vocative αποσπασματάρχη (apospasmatárchi) αποσπασματάρχες (apospasmatárches)
[edit]

Further reading

[edit]