From Wiktionary, the free dictionary
From French poudrer , equivalent to πούδρα ( poúdra , “ powder ” ) + -άρω ( -áro ) .
IPA (key ) : /puˈðɾaɾo/
Hyphenation: που‧δρά‧ρω
πουδράρω • (poudráro ) (past πουδράρισα /πούδραρα , passive πουδράρομαι /πουδραρίζομαι )
( cosmetics , transitive ) to powder ( apply powder )
Μια ώρα πουδράρουν την ηθοποιό. Mia óra poudrároun tin ithopoió. They've been powdering the actress for an hour now.
πουδράρω πουδράρομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
πουδράρω
πουδράρω
πουδράρομαι , πουδραρίζομαι
πουδραριστώ
2 sg
πουδράρεις
πουδράρεις
πουδράρεσαι , πουδραρίζεσαι
πουδραριστείς
3 sg
πουδράρει
πουδράρει
πουδράρεται , πουδραρίζεται
πουδραριστεί
1 pl
πουδράρουμε , [‑ομε ]
πουδράρουμε , [‑ομε ]
πουδραριζόμαστε
πουδραριστούμε
2 pl
πουδράρετε
πουδράρετε
πουδράρεστε , πουδραρίζεστε , πουδραριζόσαστε
πουδραριστείτε
3 pl
πουδράρουν (ε )
πουδράρουν (ε )
πουδράρονται , πουδραρίζονται
πουδραριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
πούδραρα , πουδράριζα
πούδραρα , πουδράρισα
πουδραριζόμουν (α )
πουδραρίστηκα
2 sg
πούδραρες , πουδράριζες
πούδραρες , πουδράρισες
πουδραριζόσουν (α )
πουδραρίστηκες
3 sg
πούδραρε , πουδράριζε
πούδραρε , πουδράρισε
πουδραριζόταν (ε )
πουδραρίστηκε
1 pl
πουδράραμε
πουδράραμε
πουδραριζόμασταν , (‑όμαστε )
πουδραριστήκαμε
2 pl
πουδράρατε
πουδράρατε
πουδραριζόσασταν , (‑όσαστε )
πουδραριστήκατε
3 pl
πούδραραν , πουδράραν (ε ), πουδράριζαν
πούδραραν , πουδράραν (ε ), πουδράρισαν
πουδράρονταν , (πουδραριζόντουσαν )
πουδραρίστηκαν , πουδραριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα πουδράρω ➤
θα πουδράρω ➤
θα πουδράρομαι ➤
θα πουδραριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα πουδράρεις , …
θα πουδράρεις , …
θα πουδράρεσαι , …
θα πουδραριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … πουδράρει έχω, έχεις, … πουδραρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … πουδραριστεί είμαι , είσαι , … πουδραρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … πουδράρει είχα, είχες, … πουδραρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … πουδραριστεί ήμουν , ήσουν , … πουδραρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … πουδράρει θα έχω, θα έχεις, … πουδραρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … πουδραριστεί θα είμαι, θα είσαι, … πουδραρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
πούδραρε , πουδράριζε
πούδραρε , πουδράρισε
—
πουδραρίσου
2 pl
πουδράρετε
πουδράρετε
πουδράρεστε
πουδραριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
πουδράροντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας πουδράρει ➤
πουδραρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
πουδράρει
πουδραριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.