αταίριαστος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αταίριαστος (ataíriastosm (feminine αταίριαστη, neuter αταίριαστο)

  1. incongruous, ill-matched, dissimilar
    Synonym: απρόσφορος (aprósforos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αταίριαστος (ataíriastos) αταίριαστη (ataíriasti) αταίριαστο (ataíriasto) αταίριαστοι (ataíriastoi) αταίριαστες (ataíriastes) αταίριαστα (ataíriasta)
genitive αταίριαστου (ataíriastou) αταίριαστης (ataíriastis) αταίριαστου (ataíriastou) αταίριαστων (ataíriaston) αταίριαστων (ataíriaston) αταίριαστων (ataíriaston)
accusative αταίριαστο (ataíriasto) αταίριαστη (ataíriasti) αταίριαστο (ataíriasto) αταίριαστους (ataíriastous) αταίριαστες (ataíriastes) αταίριαστα (ataíriasta)
vocative αταίριαστε (ataíriaste) αταίριαστη (ataíriasti) αταίριαστο (ataíriasto) αταίριαστοι (ataíriastoi) αταίριαστες (ataíriastes) αταίριαστα (ataíriasta)