Jump to content

μαλακισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of μαλακίζομαι (malakízomai), a passive deponent verb. From Ancient Greek μαλακίζομαι (malakízomai, I show weakness, cowrdice).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ma.la.ciˈzme.nos/
  • Hyphenation: μα‧λα‧κι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

μαλακισμένος (malakisménosm (feminine μαλακισμένη, neuter μαλακισμένο)

  1. (colloquial, vulgar, literally) drowsy/lethargic from excessive masturbation
  2. (colloquial, vulgar, figuratively, mostly used like a noun) fucking, cunting, bloody; imbecilic, moronic, braindead
    Τι θέλει αυτός ο μαλακισμένος και μας ενοχλεί συνεχώς;
    Ti thélei aftós o malakisménos kai mas enochleí synechós?
    What does that fucking idiot want, always bothering us?

Declension

[edit]
Declension of μαλακισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαλακισμένος (malakisménos) μαλακισμένη (malakisméni) μαλακισμένο (malakisméno) μαλακισμένοι (malakisménoi) μαλακισμένες (malakisménes) μαλακισμένα (malakisména)
genitive μαλακισμένου (malakisménou) μαλακισμένης (malakisménis) μαλακισμένου (malakisménou) μαλακισμένων (malakisménon) μαλακισμένων (malakisménon) μαλακισμένων (malakisménon)
accusative μαλακισμένο (malakisméno) μαλακισμένη (malakisméni) μαλακισμένο (malakisméno) μαλακισμένους (malakisménous) μαλακισμένες (malakisménes) μαλακισμένα (malakisména)
vocative μαλακισμένε (malakisméne) μαλακισμένη (malakisméni) μαλακισμένο (malakisméno) μαλακισμένοι (malakisménoi) μαλακισμένες (malakisménes) μαλακισμένα (malakisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαλακισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαλακισμένος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]