Jump to content

βαρύτητα

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
 

Noun

[edit]

βᾰρῠ́τητᾰ (barútētaf

  1. accusative singular of βᾰρῠ́της (barútēs)

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek βᾰρῠ́της (barútēs), equivalent to βαρύ- (varý-, heavy) +‎ -ύτητα (-ýtita, -ity, -ness).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /vaˈri.ti.ta/
  • Hyphenation: βα‧ρύ‧τη‧τα

Noun

[edit]

βαρύτητα (varýtitaf (plural βαρύτητες)

  1. (physics) gravity
    Βαρύτητα ονομάζεται η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να έλκουν και να έλκονται αμοιβαία με άλλα υλικά σώματα.
    Varýtita onomázetai i idiótita ton ylikón somáton na élkoun kai na élkontai amoivaía me álla yliká sómata.
    Gravity is defined as the property of material bodies to attract and to be mutually attracted to other material bodies.
  2. weight, (importance or influence)
    Αυτές οι πέντε οµάδες θα έχουν την ίδια βαρύτητα για σκοπούς βαθµολογίας.
    Aftés oi pénte oµádes tha échoun tin ídia varýtita gia skopoús vathµologías.
    All five groups will have the same importance for assessment purposes.

Declension

[edit]
singular plural
nominative βαρύτητα (varýtita) βαρύτητες (varýtites)
genitive βαρύτητας (varýtitas) βαρυτήτων (varytíton)
accusative βαρύτητα (varýtita) βαρύτητες (varýtites)
vocative βαρύτητα (varýtita) βαρύτητες (varýtites)

Judged uncountable by some sources.

Coordinate terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]