Jump to content

φοβητσιάρης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φοβητσιάρης (fovitsiárism (feminine φοβητσιάρα, neuter φοβητσιάρικο)

  1. cowardly
  2. (as a noun) coward

Declension

[edit]
Declension of φοβητσιάρης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φοβητσιάρης (fovitsiáris) φοβητσιάρα (fovitsiára) φοβητσιάρικο (fovitsiáriko) φοβητσιάρηδες (fovitsiárides) φοβητσιάρες (fovitsiáres) φοβητσιάρικα (fovitsiárika)
genitive φοβητσιάρη (fovitsiári) φοβητσιάρας (fovitsiáras) φοβητσιάρικου (fovitsiárikou) φοβητσιάρηδων (fovitsiáridon) φοβητσιάρικων (fovitsiárikon)
accusative φοβητσιάρη (fovitsiári) φοβητσιάρα (fovitsiára) φοβητσιάρικο (fovitsiáriko) φοβητσιάρηδες (fovitsiárides) φοβητσιάρες (fovitsiáres) φοβητσιάρικα (fovitsiárika)
vocative φοβητσιάρη (fovitsiári) φοβητσιάρα (fovitsiára) φοβητσιάρικο (fovitsiáriko) φοβητσιάρηδες (fovitsiárides) φοβητσιάρες (fovitsiáres) φοβητσιάρικα (fovitsiárika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φοβητσιάρης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φοβητσιάρης, etc.)